Covid-19: Πόσο επικίνδυνος είναι ο κορωνοϊός SARS-CoV-2;

Πόσο θανατηφόρος είναι ο κορωνοϊός SARS-CoV-2; Ο νέος ιός φαίνεται πως είναι πιο θανατηφόρος από τη γρίπη αλλά το ποσοστό θνησιμότητας είναι ακόμα αβέβαιο διότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις με ήπια συμπτώματα που δεν καταγράφονται ως κρούσματα.

“Συνολικά, περίπου το 3,4% των αναφερόμενων κρουσμάτων Covid-19 κατέληξαν σε θάνατο. Συγκριτικά, η εποχική γρίπη σκοτώνει, γενικά, πολύ λιγότερο από το 1% αυτών που έχουν μολυνθεί”, δήλωσε ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Tedros Adhanom Ghebreyesus.

Παγκοσμίως, τα κρούσματα που έχουν επιβεβαιωθεί εργαστηριακά είναι μέχρι σήμερα 97.71 και οι θάνατοι είναι 3.345. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό θνησιμότητας είναι 3,4%. Αλλά πρόκειται για ένα τυπικό στοιχείο στο σημερινό στάδιο της επιδημίας. Καθώς, στην αρχή, τα κρούσματα που φτάνουν στα νοσοκομεία είναι οι πιο άρρωστοι -διότι αυτά καταγράφονται κυρίως- υπολογίζεται ένα ποσοστό θνησιμότητας μεγαλύτερο του πραγματικού. Είναι ακόμα νωρίς για να υπολογιστεί το πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας του κορωνοϊού και το πόσο χειρότερο μπορεί να είναι αυτό από τη γρίπη.

Κάποιοι άρρωστοι με σοβαρά συμπτώματα που έχουν καταγραφεί μπορεί να πεθάνουν ενώ πολλοί με ήπια ή καθόλου συμπτώματα δεν λαμβάνονται υπόψη. Η εξέταση ασθενών με ήπια συμπτώματα -ένας χαμηλός πυρετός ή βήχας- δεν είναι στον κατάλογο προτεραιότητας. Αυτό σημαίνει ότι τα ποσοστά θνησιμότητας μπορεί να φαίνονται τεχνητά υψηλά μέχρις ότου οι αρχές να έχουν μια καλύτερη εικόνα για το πόσο διαδεδομένη πραγματικά είναι η ασθένεια.

Η εκτίμηση του ΠΟΥ ότι πεθαίνει το 3,4% των ασθενών είναι σύμφωνη με τα στοιχεία που αναφέρει ο οργανισμός: θάνατοι προς καταγεγραμμένα κρούσματα. Όταν εξετάστηκε τι συμβαίνει στην Κίνα, ο ΠΟΥ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το 2-4% των ασθενών στην πόλη του Wuhan, την αρχή της επιδημίας. Μέχρι όμως να αρρωστήσουν οι άνθρωποι σε άλλες περιοχές της Κίνας, οι αρχές ήταν σε καλύτερη θέση να διαγνώσουν τον ιό και να βρουν άτομα με ήπια συμπτώματα. Έτσι, το ποσοστό θνησιμότητας στην υπόλοιπη χώρα ήταν αρκετά χαμηλότερο, στο 0,7%. Παγκοσμίως, ο πραγματικός δείκτης θνησιμότητας μπορεί να είναι στο 1%.

Σε μια άλλη περίπτωση, οι επιστήμονες εξέτασαν ασθενείς που θεραπεύθηκαν σε διάφορα νοσοκομεία. Μια τέτοια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine την προηγούμενη εβδομάδα περιέλαβε 1.099 Κινέζους ασθενείς, πολλοί από τους οποίους ήταν στη Wuhan. Υπολόγισαν ένα ποσοστό θνησιμότητας γύρω στο 1,4%. Ένας προηγούμενος ξάδερφος του νέου ιού που προκάλεσε την επιδημία του σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου, το 2003, (SARS: severe acute respiratory syndrome) σκότωσε το 10% των ασθενών που μόλυνε.

Η γρίπη είναι μια διαφορετική οικογένεια ιών, και μερικά στελέχη είναι πιο θανατηφόρα από άλλα. Κατά μέσο όρο, ο θάνατος από την εποχική γρίπη είναι περίπου 0,1%, σύμφωνα με τον Δρ. Anthony Fauci από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ. Ακόμα κι αν ο σωστός αριθμός για τον νέο κορωνοϊό είναι μόνο 0,7% ή 1%, αυτό είναι πολύ χειρότερο από τη γρίπη.

Αλλά ο συνολικός αριθμός των λοιμώξεων έχει σημασία. Εκατομμύρια άνθρωποι κολλάνε γρίπη κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι τελικά θα κολλήσουν τον νέο κορωνοϊό. Ο επικεφαλής της έκτακτης ανάγκης του ΠΟΥ, Michael Ryan, λέει ότι ο νέος κορωνοϊός δεν είναι τόσο μεταδοτικός όσο η γρίπη. Γιατί; Η γρίπη μπορεί να εξαπλωθεί πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα, γεγονός που βοηθά στην μετάδοσή της. Ο ΠΟΥ λέει ότι η ασυμπτωματική εξάπλωση της ασθένειας COVID-19 είναι μικρή.

Μια έκθεση της Εθνικής Επιτροπής Υγείας της Κίνας την περασμένη εβδομάδα έδειξε ότι το 16% εμφάνισε σοβαρή ασθένεια μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Περίπου το 5% εισήλθε για θεραπεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας και το 2,3% χρειάστηκε μηχανική υποστήριξη για να αναπνέει. Οι ηλικιωμένοι, και ειδικά εκείνοι που πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, όπως καρδιακές παθήσεις ή πνευμονικές παθήσεις, κινδυνεύουν περισσότερο ωστόσο και κάποιοι νεαροί ενήλικες πέθαναν.

Κατά μέσο όρο, ο ΠΟΥ λέει ότι τα άτομα με ήπια περιστατικά αναρρώνουν σε περίπου δύο εβδομάδες, ενώ όσοι είναι πιο άρρωστοι μπορούν από τρεις έως έξι εβδομάδες.

Δείτε επίσης