Ηπατίτιδα C: Συμπτώματα, μετάδοση και θεραπεία

hpatitida cΗ ηπατίτιδα C (hepatitis C) είναι μια σοβαρή ασθένεια που προκαλείται από τον ιό C της ηπατίτιδας (HCV) ο οποίος προσβάλλει το ήπαρ (συκώτι). Ο ιός της ηπατίτιδας C ανακαλύφθηκε το 1989 και αποτελεί, σε σύγκριση με τους υπόλοιπους ιούς που προκαλούν ηπατίτιδες τον δυσκολότερο αντίπαλο για το ανοσοποιητικό σύστημα.

Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα C, όπως υπάρχει για την ηπατίτιδα Α και την ηπατίτιδα Β. Ωστόσο νέα φάρμακα μπορούν να εκριζώσουν τον ιό χωρίς σημαντικές παρενέργειες και οι επιστήμονες εκφράζουν την αισιοδοξία για πλήρη θεραπεία.

Ο ιός HCV χαρακτηρίζεται ως ύπουλος. Συχνά δεν εμφανίζει συμπτώματα, γι’ αυτό και η διάγνωσή της γίνεται τις περισσότερες φορές τυχαία. Μπορεί να υπάρχει στον οργανισμό, αλλά να μη φαίνεται στις εξετάσεις και να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στο συκώτι.

Υπάρχουν επτά βασικοί γενότυποι του HCV. Στις ΗΠΑ, ο γενότυπος 1 προκαλεί το 70% των περιπτώσεων, ο γενότυπος 2 το 20%, ενώ κάθε ένας από τους υπόλοιπους γενοτύπους προκαλεί μόλις το 1%. Ο γενότυπος 1 είναι, επίσης, ο πιο συνηθισμένος στη Νότιο Αμερική και την Ευρώπη.

Σήμερα, υπολογίζεται, ότι υπάρχουν περίπου 200 εκατομμύρια κρούσματα παγκοσμίως. Το γεγονός αυτό καθιστά τον ιό της ηπατίτιδας C έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη δημόσια υγεία, μια μάστιγα ακόμα μεγαλύτερη και από τον ιό HIV που προκαλεί το AIDS. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι περίπου το 1-2% του γενικού πληθυσμού, δηλαδή 100.000 – 200.000 άνθρωποι, έχουν χρόνια λοίμωξη με τον ιό της ηπατίτιδας C. Τα τελευταία χρόνια καταγράφονται περίπου 10.000-11.000 νέα κρούσματα το χρόνο και περίπου 400 θάνατοι ασθενών. Ωστόσο, σήμερα τα περιστατικά δεν είναι τόσο πολλά όσο στο παρελθόν, λόγω των συστηματικών ελέγχων που γίνονται πλέον στο αίμα (παλιότερα η μετάδοση γινόταν κυρίως μέσω μετάγγισης αίματος).

Οξεία και χρόνια ηπατίτιδα C: Εξετάσεις

Αν έχετε εκτεθεί στον ιό της ηπατίτιδας C, το ανοσοποιητικό σύστημα θα προσπαθήσει να εξολοθρεύσει τον ιό. Θα παρουσιαστούν αντισώματα για να καταπολεμήσουν τον ιό που ζει στο σώμα σας. Αν οι εξετάσεις δείξουν ότι υπάρχει στο αίμα σας το αντίσωμα της ηπατίτιδας C δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι έχετε αναπτύξει την ασθένεια. Ένας στους τέσσερις ανθρώπους που εκτέθηκαν στην ηπατιτιδα C μπορεί επιτυχώς να απαλλαγεί από τον ιό, δηλαδή τα αντισώματα του θα κερδίσουν τη μάχη. Για πολλούς όμως ο ιος αποδεικνύεται ισχυρότερος από το ανοσοποιητικό τους σύστημα και ο ιός παραμένει ζωντανός στο σώμα επιφέροντας τις βλάβες του. Συνεπώς, μετά από μια εξέταση αίματος που βρέθηκε θετική σε αντισώματα έναντι του ιού HCV θα επισκεφθείτε ειδικό γιατρό ή ειδικό κέντρο, ώστε να διερευνηθεί νόσος.

Ένα τεστ PCR (polymerase chain reaction – αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης) δείχνει αν έχετε απαλλαγεί από τον ιό της ηπατίτιδας C ή αν παραμένει ακόμη. Ένα τεστ γονοτύπου δείχνει σε ποιον τύπο ιού ηπατίτιδας έχετε εκτεθεί. Ένας έλεγχος ιικού φορτίου μετρά την ποσότητα του ιού στον οργανισμό σας. Τα τεστ γονοτύπου και ιικού φορτίου χρησιμοποιούνται για να επιλεγεί η καλύτερη θεραπεία για σας. Τα τεστ ηπατικής λειτουργίας εξετάζουν την υγεία του συκωτιού σας. Ένα από αυτά τα τεστ αποκαλείται τεστ ALT (αλανίνης αμινοτρανσφεράσης). Αυτό δείχνει την υπάρχουσα ηπατική βλάβη και μπορεί να αλλάξει με τον καιρό για πολλούς λόγους, όπως: χρήση αλκοόλ, χρήση άλλων ναρκωτικών ουσιών, ή αν το σώμα σας καταπολεμά άλλη μόλυνση. Για την πλήρη διερεύνησή της ηπατίτιδας C απαιτείται αρκετές φορές και βιοψία ήπατος.

Μόνο το 20-25% απαλλάσσεται από τον ιό φυσιολογικά στους πρώτους 12 μήνες.Οι περισσότεροι άνθρωποι (το 75-80%) δεν κατορθώνουν να αποβάλλουν τον ιό και αναπτύσσουν στη συνέχεια χρόνια ηπατίτιδα C χωρίς κατά κανόνα φανερά συμπτώματα. Δηλαδή η οξεία ηπατίτιδα C σε ποσοστό 75% μεταπίπτει σε χρόνια ηπατίτιδα C (σε αντίθεση με την ηπατίτιδα B που μεταπίπτει λιγότερο από 20%).  Μετά από 20 χρόνια, χωρίς θεραπεία, περίπου το 10% θα παρουσιάσει σοβαρή πάθηση του ήπατος ενώ το 5% θα παρουσιάσει κίρρωση του ήπατος, ή καρκίνο του ήπατος. Όταν συνυπάρχουν ηπατίτιδα Β ή AIDS επιταχύνεται η εξέλιξη της χρόνιας ηπατίτιδας C σε κίρρωση του ήπατος.

Συμπτώματα

Στη πρώιμη φάση, η ασθένεια δεν επιφέρει εμφανή συμπτώματα στον φορέα, εξ ου και συνήθως, όταν διαγιγνώσκεται έχει ήδη προκαλέσει σημαντικού βαθμού βλάβη στο συκώτι του ασθενούς. Ο συνήθης κύκλος της ασθένειας, από τα πρώιμα στάδια έως την σημαντική καταστροφή του ήπατος, είναι περί τα 20-30 χρόνια.

Τα βασικά πρώτα συμπτώματα της πρώιμης φάσης, είναι πολύ ήπια και ασαφή με αποτέλεσμα να γίνονται αντιληπτά με δυσκολία από τον φορέα του ιού. Τα συμπτώματα είναι: κόπωση, ίκτερος μικρός πυρετός (δέκατα), πόνος στους μύες και τις αρθρώσεις, ναυτία, τάση προς εμετό, απώλεια όρεξης, απροσδιόριστος πόνος στους κοιλιακούς μύες και σπανιότερα διάρροια. Σε αρκετές περιπτώσεις τα συμπτώματα της ηπατίτιδας C παρερμηνεύονται ως γρίπη που έρχεται και παρέρχεται.

Σε πιο προχωρημένα στάδια της ασθένειας, τα συμπτώματα γίνονται πιο εμφανή (και ανησυχητικά) με κύρια: το υποκίτρινο χρώμα δέρματος, το πρήξιμο στην κοιλιακή χώρα λόγω παρακράτησης υγρών (που συνδέονται με ένδειξη σοβαρής βλάβης της λειτουργίας του ήπατος).

Μετάδοση

Πριν από μερικά χρόνια, στις ανεπτυγμένες χώρες, οι μεταγγίσεις αίματος ευθύνονταν για το 10% των κρουσμάτων ηπατίτιδας C, ποσοστό που βρίσκεται υπό συνεχή μείωση. Σημειωτέον, ότι πριν το 1990 δε γίνονται τεστ για τον ιό της ηπατίτιδας C στις μονάδες αίματος, που εισέρχονταν στις τράπεζες των νοσοκομείων. Στις μέρες μας, η πιθανότητα μόλυνσης με τον ιό της ηπατίτιδας C μετά από μετάγγιση αίματος είναι πολύ μικρή. Αυτός ο χαμηλός κίνδυνος παραμένει, επειδή υπάρχει μία περίοδος περίπου 11-70 ημερών μεταξύ της ενδεχόμενης μόλυνσης του αιμοδότη από ηπατίτιδα C και του θετικού αποτελέσματος στις αιματολογικές εξετάσεις.  Όσοι λοιπόν κάνουν μεταγγίσεις, χρόνια αιμοκάθαρση, χρήση ναρκωτικών ή εκτίθενται σε αίμα για άλλους λόγους (π.χ. εργάζονται σε νοσοκομεία), θα πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα και να κάνουν τακτικό αιματολογικό έλεγχο.

Η κύριος τρόπος μετάδοσης στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι η ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η ασθένεια μεταδίδεται κυρίως από μετάγγιση αίματος και μη ασφαλείς ιατρικές διαδικασίες. Ο νοσοκομειακός εξοπλισμός συμβάλει, επίσης, στη μετάδοση της ηπατίτιδας C συμπεριλαμβανομένων: βελόνες, σύριγγες, φιαλίδια φαρμάκων πολλαπλών χρήσεων, σάκων έγχυσης και μη αποστειρωμένου χειρουργικού εξοπλισμού.

Στους ασθενείς που έχουν μολυνθεί, ιός βρίσκεται στο αίμα, στο σπέρμα και σε άλλα υγρά ή ιστούς του σώματος τους. Μεταδίδεται και μέσω της σεξουαλικής επαφής αλλά το σεξ δεν φαίνεται να αποτελεί σημαντικό τρόπο μετάδοσης. Η πιθανότητα μετάδοσης σε ετεροφυλικά μονογαμικά ζευγάρια είναι περίπου 1% το χρόνο. Όμως το ποσοστό αυξάνεται σημαντικά σε άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους ή ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Οι σεξουαλικές πρακτικές που περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα τραυμάτων στο εσωτερικό τοίχωμα του πρωκτικού καναλιού, όπως το πρωκτικό σεξ, ή που λαμβάνουν χώρα όταν υπάρχει επίσης σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, συμπεριλαμβανομένου του HIV ή του έλκους των γεννητικών οργάνων, ενέχουν κίνδυνο. Συνιστάται η χρήση προφυλακτικού στις ανωτέρω περιπτώσεις.

Μάλλον μικρός είναι και ο κίνδυνος μετάδοσης από τη μητέρα στο μωρό, κατά την εμβρυϊκή ζωή ή τον τοκετό. Η μετάδοση της ηπατίτιδας C από τη μητέρα που έχει προσβληθεί στο παιδί της, συμβαίνει σε λιγότερο από το 10% κατά την εγκυμοσύνη.

Το τατουάζ συνδέεται με τη μετάδοση της ηπατίτιδας C. Αυτό μπορεί να οφείλεται στον μη αποστειρωμένο εξοπλισμό ή στη μόλυνση από τις βαφές που χρησιμοποιούνται. Τα τατουάζ ή τα τρυπήματα στο σώμα που έγιναν πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ή από μη επαγγελματίες προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία, καθώς οι τεχνικές αποστείρωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα ενδέχεται να ήταν επισφαλείς.

Τα αντικείμενα προσωπικής φροντίδας, όπως τα ξυραφάκια, οι οδοντόβουρτσες και ο εξοπλισμός μανικιούρ ή πεντικιούρ μπορούν να έρθουν σε επαφή με το αίμα. Η κοινή τους χρήση ενέχει κινδύνους έκθεσης στον ιό HCV.

Σε ένα ποσοστό (30-40%) ασθενών, δεν υπάρχει έκθεση σε γνωστό παράγοντα κινδύνου. Πάντως, ο ιός HCV δεν μεταδίδεται μέσω της συνήθους επαφής, όπως η αγκαλιά, τα φιλιά και τις τροφές.

Θεραπεία

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα C. Τα εμβόλια είναι ακόμη υπό ανάπτυξη, ενώ ορισμένα από αυτά έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Oι φορείς της ηπατίτιδας C θα πρέπει να κάνουν τα εμβόλια για τις ηπατίτιδες Α και Β για να απομακρύνουν τον κίνδυνο επιμόλυνσης, να αποφεύγουν το αλκοόλ και να επισκέπτονται συχνά το γιατρό τους.

Ωστόσο, με κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, περιορίζεται η βλάβη στο συκώτι. Μερικοί φορείς ενδέχεται να θεραπευτούν από τον ιό, παρότι δεν είναι γνωστό πώς ακριβώς δρα ενάντια στον ιό το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών που αποθεραπεύονται.

Στην οξεία ηπατίτιδα C συνιστάται η όσο το δυνατόν γρηγορότερη θεραπεία για την αποφυγή μετάπτωσης σε χρόνια ηπατίτιδα. Στην χρόνια ηπατίτιδα C η θεραπεία συνιστάται σε όλους τους ασθενείς.  Όσοι πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα C θα πρέπει να υποβάλλονται σε συνδυασμένη θεραπεία με ιντερφερόνη άλφα και αντιιικό φάρμακο.

Τα τελευταία 10 χρόνια, η θεραπεία έχει βασισθεί στο συνδυασμό πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης-άλφα (1 υποδόρια ένεση την εβδομάδα) και δισκίων ριμπαβιρίνης. Ο συνδυασμός αυτός επιτυγχάνει μακροχρόνια ιολογική ανταπόκριση, που ισοδυναμεί με κάθαρση του ιού, σε περίπου 50-60% των ασθενών. Η εκρίζωση του ιού εξαρτάται από τον γονότυπο. Στους γονότυπους 2 και 3 το ποσοστό επιτυχίας φθάνει το 80% ενώ στους γονότυπους 1 και 4 τα ποσοστά είναι επιτυχίας περίπου 40-50%.

Ένα ποσοστό 50-60% των ανθρώπων που ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή θεραπεύονται. Εντούτοις, σημαντικό ποσοστό (40-50%) των ασθενών τελικά δεν ανταποκρίνονται. Τελικά, οι άνθρωποι που αναπτύσσουν κίρρωση ή καρκίνο του ήπατος είναι πιθανό να χρειαστούν μεταμόσχευση ήπατος, ωστόσο ο ιός επανεμφανίζεται, συνήθως, μετά τη μεταμόσχευση. Άτομα με κίρρωση του ήπατος οφείλουν να υποβάλλονται σε εξετάσεις υπερήχων για τον καρκίνο του ήπατος.

Δύο νέα φάρμακα, η μποσεπρεβίρη (boceprevir) και η τελαπρεβίρη (telaprevir), χορηγούνται ως δισκία και έχουν ισχυρή αντιιική δράση. Αλλά πρέπει να χορηγούνται πάντοτε σε συνδυασμό με πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη-άλφα και ριμπαβιρίνη.

Οι πρόοδοι στις ερευνητικές προσπάθειες κατανόησης του κύκλου ζωής του ΗCV έχουν οδηγήσει στην παραγωγή και άλλων φαρμάκων, τα οποία δοκιμάζονται σήμερα σε κλινικές μελέτες διαφόρων φάσεων για τη θεραπεία της ηπατίτιδας C. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι δεν θα αργήσει η αποτελεσματική θεραπεία για την ηπατίτιδα C.

Δείτε επίσης