Αυτοάνοσα νοσήματα και αιτίες

Αυτοανοσία ονομάζεται η αντίδραση αυτοδραστικών Β- και Τ-λεμφοκυττάρων κατά των ιστών του ίδιου του οργανισμού. Με άλλα λόγια, τα κύτταρα αυτά έχουν χάσει την «ανοχή» προς τα αντιγόνα του ίδιου του οργανισμού και αντιδρούν εναντίον τους. Αυτή η αντίδραση, όμως, δε σημαίνει υποχρεωτικά και αυτοάνοση νόσο.

Αυτοάνοση νόσος είναι το φαινόμενο, κατά το οποίο, η αυτοανοσία προκαλεί βλάβη του ιστού, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο, στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα και στο σύνδρομο Sjogren.

Το φαινόμενο αυτό (η αντίδραση, δηλαδή, του ανοσολογικού συστήματος κάποιου ατόμου με αυτοαντιγόνα που προκαλεί βλάβη στους ιστούς) έγινε αντιληπτό στις αρχές του 20ού αιώνα. Μετά από αρκετά χρόνια διαπιστώθηκε ότι όλοι οι φυσιολογικοί οργανισμοί διαθέτουν χαμηλή συγκέντρωση αυτοαντισωμάτων με μικρή συγγένεια προς τα αυτοαντιγόνα και μικρό αριθμό αυτοδραστικών Τ-λεμφοκυττάρων, τα οποία όμως δεν οδηγούν σε βλάβη του ιστού και συνεπώς σε εμφάνιση αυτοάνοσης νόσου.

Τα αντισώματα αυτά ονομάζονται φυσικά αυτοαντισώματα, οι μελέτες δε των τελευταίων ετών δείχνουν ότι αυτά παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του ανοσολογικού συστήματος. Άρα, η λυδία λίθος για τη διάγνωση της αυτοάνοσης νόσου δεν είναι η παρουσία αυτοαντισωμάτων, όπως π.χ. του ρευματοειδούς παράγοντα και των αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ), τα οποία πολλές φορές αναστατώνουν τον ασθενή και προβληματίζουν το γιατρό, αλλά η ύπαρξη βλάβης στον ιστό. Μόνο σ’αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να θεραπεύεται ο ασθενής κατάλληλα, γρήγορα και αποτελεσματικά.

Τα αυτοάνοσα νοσήματα προσβάλλουν το 5-8% του γενικού πληθυσμού. Είναι δυνατόν να προσβάλουν ένα μόνο όργανο του οργανισμού, όπως για παράδειγμα το δέρμα, το συκώτι ή κάποιον ενδοκρινή αδένα (θυρεοειδή, πάγκρεας κ.λπ.). Τα νοσήματα αυτά καλούνται οργανοειδικά. Μπορούν όμως να προσβάλουν συγχρόνως πολλά όργανα και τότε τα αποκαλούμε συστηματικά (Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος, Αγγειίτιδες, Σκληρόδερμα κ.λπ.). Τα συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα μπορούν να διαδράμουν μια ήπια, μέτρια ή και σοβαρή κλινική πορεία.

Σήμερα, με την πρόοδο της επιστήμης, είναι δυνατόν από την πρώτη επίσκεψη του πάσχοντα, με δείκτες κλινικούς ή εργαστηριακούς να καθορίσουμε την πρόγνωση της νόσου. Άλλη ιδιαιτερότητα που χαρακτηρίζει τα νοσήματα αυτά είναι η εξέλιξη τους από τη μια κλινική οντότητα στην άλλη.

Για παράδειγμα, ένας ασθενής μπορεί να παρουσιάσει, αρχικά, συμπτώματα και σημεία μιας αυτοάνοσης νόσου και στην κλινική του πορεία να εμφανίσει και άλλο αυτοάνοσο νόσημα. Η τρίτη ιδιαιτερότητα αυτών των νοσημάτων είναι ότι συμπτώματα και σημεία διαφόρων νοσολογικών οντοτήτων μπορεί να παρουσιάζονται στον ίδιο ασθενή. Την κλινική αυτή οντότητα την ονομάζουμε μικτή νόσο του συνδετικού ιστού ή εφιππεύον σύνδρομο.

Βοηθητικό για τη διάγνωση των αυτοανόσων νοσημάτων είναι η αναγνώριση στο αίμα ή στους πάσχοντες ιστούς αντισωμάτων που στρέφονται κατά διαφόρων πρωτεϊνών, κυτταρικών στοιχείων ή οργάνου του οργανισμού.

ΑΙΤΙΕΣ

Η αιτιολογία των αυτοανόσων νοσημάτων είναι ακόμη άγνωστη. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ διαφόρων παραγόντων (περιβαλλοντικών ή εξωγενών, γενετικού υποστρώματος των ασθενών, ορμονικών αλλά και ψυχικών) συμβάλλει στην ανάπτυξη και εκδήλωση των αυτοανόσων νοσημάτων.

Λοιμώξεις από ιούς και βακτήρια, ορισμένα φάρμακα και η υπεριώδης ακτινοβολία αποτελούν ορισμένους από τους παράγοντες ενεργοποίησης και συντήρησης των αυτοανόσων νοσημάτων.

Από παλιά υπήρχαν υπόνοιες ότι οι ιοί και τα βακτήρια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση των αυτοανόσων νοσημάτων. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, οι λοιμογόνοι μικροοργανισμοί δεν ανιχνεύονται ούτε στο αίμα των ασθενών, αλλά ούτε και στο σημείο που έχει υποστεί βλάβη ο ιστός.

Συνεπώς, η βλάβη αυτή προκαλείται από την ανοσολογική απόκριση και όχι από τον παθογόνο μικροοργανισμό, ο οποίος ενεργοποίησε το σχετικό μηχανισμό. Η τροποποίηση αυτοαντιγόνων του οργανισμού, έτσι ώστε αυτά να καταστούν «άγνωστα» για το ανοσολογικό σύστημα και η μοριακή μίμηση μεταξύ αυτοαντιγόνων και αντιγόνων του ιού ή των μικροοργανισμών είναι μέρος των μηχανισμών, μέσω των οποίων, ένας ιός ή κάποιο βακτήριο μπορεί να προκαλέσει αυτοάνοση απόκριση. Στην περίπτωση μοριακής μίμησης, το αυτοαντιγόνο μοιάζει με κάποιο αντιγόνο του μικροοργανισμού. Έτσι, είναι δυνατόν η ανοσολογική απόκριση κατά του ξένου αντιγόνου να στραφεί και εναντίον του ίδιου του οργανισμού (μέσω του αυτοαντιγόνου που μιμείται το ξένο αντιγόνο).

Κλασικό παράδειγμα νόσου, που προκαλείται με μηχανισμό μοριακής μίμησης, είναι ο ρευματικός πυρετός. Στη νόσο αυτή αυτοαντιγόνα των γλωχίνων της καρδιάς μοιάζουν με αντιγόνα του στρεπτόκοκκου κι έτσι, μετά από μια λοίμωξη με στρεπτόκοκκο μπορεί να αναπτυχθεί φλεγμονή στην καρδιά. Τέλος, υπάρχουν και μικροοργανισμοί που μπορούν να διαταράξουν την ανοσορρύθμιση του ανοσολογικού συστήματος, κυρίως μέσω της παραγωγής προφλεγμονωδών κυτταροκινών συμβάλλοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην ανάπτυξη βλάβης στους ιστούς.

Άλλες αιτίες είναι τα φάρμακα όπως π.χ. η υδραλαζίνη, η διφαινυλυδαντοΐνη και η D-πενικιλλαμίνη, τα οποία είναι δυνατό να προκαλέσουν την εμφάνιση ενός συνδρόμου που μοιάζει με το Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο και ονομάζεται Φαρμακογενής Λύκος. Η έκθεση ασθενών που πάσχουν από Λύκο στην υπεριώδη ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει έξαρση του δερματικού εξανθήματος.

ΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Φαίνεται πως γενετικοί παράγοντες διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση των αυτοανόσων νοσημάτων. Ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα έχουν συνήθως κληρονομικό ιστορικό, αφού κάποια μέλη της οικογένειας τους (και όχι κατ’ ανάγκη συγγενείς 1ου βαθμού) είχαν εμφανίσει και αυτοί κάποιο αυτοάνοσο νόσημα.

Μελέτες σε μονοζυγωτικά δίδυμα άτομα (δηλαδή, διδύμους από το ίδιο ωάριο που έχουν ταυτόσημο γενετικό υλικό) έδειξαν ότι όταν το ένα παιδί προσβληθεί από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, η πιθανότητα να προσβληθεί και το άλλο δεν υπερβαίνει το 30%, γεγονός που καταδεικνύει ότι το γενετικό υπόστρωμα από μόνο του δεν μπορεί να εξηγήσει την αυτοανοσία.

Σήμερα, πιστεύεται ότι στην εκδήλωση των αυτοανόσων νοσημάτων συμβάλλουν πολλά γονίδια, τα οποία εκφράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευνοείται η εμφάνιση της νόσου.

ΟΡΜΟΝΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Οι ορμονικοί παράγοντες διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Τα περισσότερα από τα αυτοάνοσα συστηματικά νοσήματα εμφανίζονται κυρίως σε γυναίκες με αναλογία που πολλές φορές φτάνει το 10 προς 1 σε σχέση με τους άνδρες. Ειδικότερα, ο Συστηματικός Ερυθηματώδης Λύκος εμφανίζεται κυρίως σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Πάντως, δε γνωρίζουμε πλήρως τον ακριβή μηχανισμό δράσης των ορμονών τόσο στην πρόκληση, όσο και στην εκδήλωση της νόσου.

ΣΤΡΕΣ

Η πλειονότητα των ασθενών που εμφανίζουν για πρώτη φορά αυτοάνοσο νόσημα ή παρουσιάζουν έξαρση προϋπάρχοντος νοσήματος, αναφέρει την ύπαρξη σημαντικών ψυχοτραυματικών γεγονότων, όπως απώλεια αγαπημένου προσώπου, οικονομική καταστροφή κ.ά., που σημειώθηκαν πριν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων.

Σήμερα, έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη σαφούς βιολογικής σχέσης μεταξύ του στρες, του ενδοκρινικού και του ανοσολογικού συστήματος. Είναι πολύ πιθανό, στο μέλλον, η έρευνα να φέρει στο φως στοιχεία που να αιτιολογούν το ρόλο της αλληλεπίδρασης αυτών των συστημάτων στην επαγωγή των αυτοανόσων νοσημάτων.

ΒΛΑΒΗ ΙΣΤΩΝ

Οι μηχανισμοί, μέσω των οποίων προκαλείται βλάβη στους ιστούς σε ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα, είναι οι εξής τρεις: α) μέσω κυτταροτοξικών αντισωμάτων, β) μέσω ανοσοσυμπλεγμάτων και γ) μέσω της κυτταρικής ανοσίας.

Στην πρώτη περίπτωση, τα αυτοαντισώματα συνδέονται με κάποιο αντιγόνο στη μεμβράνη του κυττάρου. Η σύνδεση αυτή προκαλεί την ενεργοποίηση μιας σειράς πρωτεϊνών του πλάσματος του αίματος, οι οποίες συνδεόμενες στη μεμβράνη του κυττάρου-στόχου προκαλούν τη λύση του και τελικά την καταστροφή του. Σε άλλη περίπτωση, η ίδια σύνδεση αντιγόνου/αντισώματος μπορεί να οδηγήσει στη φαγοκυττάρωση του συμπλέγματος αυτού. Τέτοιου είδους βλάβη σε ιστούς απαντάται στην αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία και στο σύνδρομο Goodpasture.

Στη δεύτερη περίπτωση, αυτή δηλαδή της βλάβης των ιστών που οφείλεται σε ανοσοσυμπλέγματα, τα αυτοαντισώματα αντιδρούν με αντιγόνα που κυκλοφορούν στο αίμα και σχηματίζουν μακρομοριακά συμπλέγματα (ανοσοσυμπλέγματα). Τα συμπλέγματα αυτά ενδέχεται να υποστούν καθίζηση σε μικρά αγγεία και να ενεργοποιήσουν το προαναφερθέν σύστημα των πρωτεϊνών του συμπληρώματος καταλήγοντας σε φλεγμονή, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στη μεταστρεπτοκοκκική σπειραματονεφρίτιδα.

Τέλος, στην περίπτωση της βλάβης ιστών μέσω των Τ-λεμφοκυττάρων (βλάβη μέσω της κυτταρικής ανοσίας), αυτή προκαλείται είτε με τη συμμετοχή των βοηθητικών Τ-λεμφοκυττάρων, είτε απευθείας με τη δράση κυτταροτοξικών Τ-λεμφοκυττάρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα νοσήματος, όπου η κυτταρική ανοσία παίζει καθοριστικό ρόλο, είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης, όπου κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα καταστρέφουν τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη.

Πρέπει να αναφερθεί ότι στα περισσότερα νοσήματα οι βλάβες προκαλούνται με περισσότερους από έναν μηχανισμούς.

Δείτε επίσης