Δεν υπήρξε “συνωμοσία της ζάχαρης” κατά του λίπους, λένε δύο ιστορικοί

Τα τελευταία χρόνια έχουν έρθει στο φως ορισμένα στοιχεία που δείχνουν ότι η βιομηχανία ζάχαρης χρηματοδότησε σημαντικούς ερευνητές του Χάρβαρντ στη δεκαετία του 1960 προκειμένου να ρίξουν όλες τις κατηγορίες για την επιδημία των καρδιακών προσβολών στο λίπος και να αθωώσουν τη ζάχαρη.

Δύο ιστορικοί αμφισβητούν ότι η χρηματοδότηση της ανασκόπησης αυτής έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στο ποιες απόψεις τελικά επικράτησαν. Πρόκειται για τους David Johns και Gerald Oppenheimer από το Columbia University’s Mailman School of Public Health και το City University of New York. Το άρθρο τους δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science.

Το άρθρο επικεντρώνεται στην ερμηνεία των εγγράφων που ανακαλύφθηκαν σε ιστορικά αρχεία σχετικά με τη χρηματοδότηση ερευνητών του Χάρβαρντ στη δεκαετία του 1960, προκειμένου να “εκτροχιαστεί” η διατροφική πολιτική. Οι Johns και Oppenheimer τονίζουν ότι δεν υπερασπίζονται τη βιομηχανία ζάχαρης και ότι το έργο τους δεν υποβαθμίζει άλλες προσπάθειες που εκθέτουν τις αμφίβολες εμπορικές τακτικές.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, τρεις σημαντικοί επιστήμονες διατροφής του Χάρβαρντ, ο Mark Hegsted, ο Frederick Stare και ο Robert McGandy, ολοκλήρωσαν μια ανασκόπηση που έδειχνε ότι η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών ήταν αυτή που συνδεόταν με τα καρδιακά εμφράγματα και όχι η κατανάλωση της ζάχαρης. Η ανασκόπηση όμως είχε πληρωθεί από τη βιομηχανία ζάχαρης και πρόσφατα έγινε γνωστή η αλληλογραφία μεταξύ του Hegsted και ενός υψηλά ιστάμενου στελέχους της βιομηχανίας ζάχαρης, του John Hickson, αντιπροέδρου και διευθυντή έρευνας του Sugar Research Foundation ενός οργανισμού που εξέφραζε τα συμφέροντα της βιομηχανίας. Οι τρεις συγγραφείς του Χάρβαρντ δεν αποκάλυψαν ποτέ ότι είχαν χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία ζάχαρης διότι τέτοιες οικονομικές αποκαλύψεις δεν απαιτούνταν τότε.

Οι Johns και Oppenheimer λένε ότι η ανασκόπηση βασίστηκε στο κυρίαρχο διατροφικό υπόδειγμα της εποχής, και ότι ο Hegsted δεν επηρεάστηκε στα συμπεράσματά του από τη χρηματοδότηση. Αναφέρουν μάλιστα ότι στις 6 Μαΐου 1965, σε συνεδρίαση του Nutrition Foundation στο Χάρβαρντ, ο Hegsted ξεκίνησε αναφερόμενος στις μελέτες που συνέδεαν τους υδατάνθρακες με την καρδιακή νόσο, αναγνωρίζοντας ότι οι ισχυρισμοί του Yudkin – του Βρετανού επιστήμονα που υποστήριζε ότι η ζάχαρη έφταιγε κυρίως για τις καρδιακές προσβολές – “αξιζαν να εξεταστούν” αλλά ήταν δύσκολο να πιστωθούν “χωρίς ελεγχόμενα εργαστηριακά δεδομένα”.

Οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η American Heart Association και η κυβέρνηση των ΗΠΑ αγκάλιασαν την ιδέα των χαμηλών λιπαρών διότι βασιζόταν σε μεταβολικές και επιδημιολογικές έρευνες, συμπεριλαμβανομένης της μελέτης Framingham. Οι ισχυρισμοί ότι η ζάχαρη προκαλεί καρδιοπάθειες μέσω της αύξησης των τριγλυκεριδίων είχε πολύ λιγότερη υποστήριξη εκείνη την εποχή. Σήμερα είναι γνωστό ότι η ζάχαρη αλλάζει το προφίλ της χοληστερόλης -δημιουργεί μικρότερα σε μέγεθος LDL σωματίδια και άρα πιο επικίνδυνα- αλλά τότε αυτό δεν ήταν γνωστό.

Οι συγγραφείς που θεωρούν πως η χρηματοδότηση ενός επιστήμονα από τη βιομηχανία τροφίμων δεν σημαίνει ότι χάνει την ανεξάρτητη σκέψη του, έγραψαν: “Θεωρούμε ότι είναι λάθος να δαιμονοποιούμε  τους επιστήμονες και την έρευνά τους όταν υπάρχουν στοιχεία για ιδιωτική χρηματοδότηση. Η ανάλυσή μας δείχνει πώς οι συνωμοσιολογικές αφηγήσεις στην επιστήμη μπορούν να στρεβλώσουν το παρελθόν στην υπηρεσία των σύγχρονων αιτιών και της ασαφούς γνήσιας αβεβαιότητας που περιβάλλει τις πτυχές της έρευνας, βλάπτοντας τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση καλά αποδεδειγμένων πολιτικών”.

Έγραψαν επίσης ότι ο Yudkin είχε στραφεί και αυτός στη βιομηχανία για υποστήριξη. “Είμαι πάντα σύμβουλος της βιομηχανίας τροφίμων”, είχε δηλώσει ο Yudkin το 1979 σε μια συνέντευξή του, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν “εξαιρετικά παράλογο” για ένα διατροφολόγο να αρνηθεί μια συνεργασία με τη βιομηχανία τροφίμων.

Το 1964, ο Yudkin χρησιμοποίησε ερωτηματολόγια για την αξιολόγηση της πρόσληψης της ζάχαρης από 70 άνδρες εκ των οποίων κάποιοι είχαν καρδιακό πρόβλημα. Βρίσκοντας μια σημαντική διαφορά στην πρόσληψη της ζάχαρης μεταξύ αυτών των ατόμων, έγραψε στη μελέτη του που δημοσιεύθηκε στο Lancet ότι οι άνθρωποι που παίρνουν πολλή ζάχαρη – για παράδειγμα στο τσάι ή στον καφέ τους – είναι πολύ πιο πιθανό να πάθουν καρδιακή προσβολή από εκείνους λαμβάνουν λίγη ζάχαρη. Η δημοσίευση αυτή δέχτηκε 20 επιστολές
με ερωτήσεις για άλλους παράγοντες που δεν ελήφθησαν υπόψη όπως το κάπνισμα και το σωματικό βάρος.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων είχε χρηματοδοτήσει μια μελέτη που ανέλαβε ο Hegsted αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν προς όφελός της. Τα αποτελέσματα έδειχναν να αναιρούν την άποψη του Yudkin και αυτός ήταν ο λόγος που η βιομηχανία της ζάχαρης προσέγγισε τον Hegsted για τη διεξαγωγή της επίμαχης ανασκόπησης η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό New England Journal of Medicine το 1967. Η ανασκόπηση αυτή έβαλε τέλος στη συζήτηση γύρω από το βλαβερό ρόλο της ζάχαρης, η οποία όμως άνοιξε ξανά τα τελευταία χρόνια.

Ο Yudkin συνέχισε τις έρευνές του για το ρόλο της ζάχαρης χρηματοδοτούμενος από τη βιομηχανία τροφίμων. Το 1966 ανέφερε ότι λάμβανε 25.000 βρετανικές λίρες ετησίως (530.000 σε τρέχουσα αξία το 2018) από “μεγάλους κατασκευαστές τροφίμων”. Ως σύμβουλος της βιομηχανίας γαλακτοκομικών προϊόντων, περιόδευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες,
προωθώντας τη θεωρία του για το ρόλο της ζάχαρης. Οι δύο συγγραφείς αναφέρουν ότι με αφορμή μια βιομηχανική συνάντηση, ο Yudkin είπε αργότερα ότι η έρευνά του για τη ζάχαρη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως “τακτική εκτροπής” που θα μπορούσε να αποδειχθεί “επωφελής απελευθερώνοντας το βούτυρο από οποιαδήποτε ενοχή”.

Είναι σήμερα γνωστό ότι δημιουργήθηκε μια σημαντική αντιπαράθεση μεταξύ των ερευνητών που υποστήριξαν ότι έφταιγε το λίπος για τις καρδιακές προσβολές και του Yudkin. “Θεωρώ τον Yudkin ως απειλή αποτροπής της καλής διατροφικής πολιτικής”, είχε γράψει ο Hegsted σε έναν συνάδελφό του το 1969. Εκείνη τη χρονιά, η βιομηχανία ζάχαρης συγκάλεσε μια ομάδα συμβούλων καρδιακών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός επιστήμονα από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας (NIH) για να συζητηθεί μια πιθανή “αντι-Yudkin” προσπάθεια επειδή “αν και οι Βρετανοί επιστήμονες είναι επικριτικοί απέναντί του και στα αδύνατα δεδομένα του, αυτός έχει το ενδιαφέρον του Τύπου”. Η επιτροπή ανέφερε το 1970 ότι τα στοιχεία για την υπόθεση της ζάχαρης δεν είχαν ισχυρή βάση. Έτσι άρχισε το τέλος της υπόθεσης της ζάχαρης. Το 1972, ο Yudkin έγραψε το βιβλίο του Pure, White and Deadly”, αναφερόμενος φυσικά στη ζάχαρη, που αποτέλεσε το κόκκινο πανί της βιομηχανίας ζάχαρης.

Δεν ισχυριζόμαστε η βιομηχανία ζάχαρης δεν επηρέασε την ανασκόπηση του Χάρβαρντ, είπαν οι δύο συγγραφείς, ή τις διατροφικές απόψεις γενικά. Αλλά πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να συμπεράνουμε ότι η χορηγία της ανασκόπησης ήταν αυτή που επηρέασε σημαντικά τη διατροφική επιστήμη και πολιτική.

Δείτε επίσης