Παρά τη δραματική αυτή εικόνα, η μελέτη διαψεύδει την άποψη ότι ο άνθρωπος δεν κάνει ή δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα: Οι ερευνητές καταγράφουν τις περιπτώσεις 64 ειδών των οποίων η κατάσταση βελτιώθηκε, συμπεριλαμβανομένων τριών ειδών που εξαφανίστηκαν από τη φύση αλλά εισήχθησαν εκ νέου στο φυσικό τους περιβάλλον: τον κόνδορα της Καλιφόρνια Gymnogyps californianus, το αμερικανικό κουνάβι Mustela nigripes και το άλογο της Μογγολίας Equus ferus przewalskii. Χωρίς τις προσπάθειες οργανώσεων και κυβερνήσεων, εκτιμούν χονδρικά οι ερευνητές, ο ρυθμός απώλειας της βιοποικιλότητας θα ήταν έως και 20% υψηλότερος.
Αρκετές προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο ρυθμός εξαφάνισης ειδών είναι σήμερα 100 με 1.000 φορές υψηλότερος από τον κανονικό και παίρνει διαστάσεις μαζικής εξάλειψης ειδών. Ωστόσο, μια δεύτερη μελέτη που δημοσιεύεται στο ίδιο τεύχος του Science προειδοποιεί ότι τα σημερινά υπολογιστικά μοντέλα για την εκτίμηση των μελλοντικών απωλειών βιοποικιλότητας δεν είναι αξιόπιστα. «Αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε αν θα χάσουμε το 1% της βιοποικιλότητας ή ανάμεσα σε 40% και 50% έως το 2050» επισημαίνει στο περιοδικό Nature ο Ενρίκε Περέιρα του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, επικεφαλής της μελέτης.
Η βιοποικιλότητα είναι το θέμα ακόμα 16 μελετών που δημοσιεύονται ταυτόχρονα σε ειδικό τεύχος του βρετανικού Philosophical Transaction of the Royal Society. H περίληψη επιβεβαιώνει τις προηγούμενες μελέτες: «Υπάρχουν πολύ ισχυρές ενδείξεις ότι ο σημερινός ρυθμός εξαφάνισης ειδών υπερβαίνει κατά πολύ ό,τι βλέπουμε στο αρχείο των απολιθωμάτων» γράφουν οι ερευνητές. Επισημαίνουν ακόμα ότι η επιστήμη εξακολουθεί να αγνοεί ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, μέρος των ειδών που υπάρχουν στον πλανήτη. Όλες αυτές οι μελέτες δημοσιεύονται λίγες ημέρες πριν λήξει στην Ιαπωνία η διάσκεψη για τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τη Βιολογική Ποικιλότητα.