To 2010 ήταν το πιο ζεστό των τελευταίων 130 ετών

Το 2010 ήταν θερµότερο του 2005 κατά 0,1 βαθµούς Κελσίου, ενώ η θερµοκρασία ήταν κατά 0,74 βαθµούς ανώτερητου µέσου όρου από το 1950 ώς το 2007. Η τελευταία δεκαετία έχει και άλλες χρονιές στις πρώτες θέσεις της κατάταξης των πιο ζεστών ετών, λένε οι επιστήµονες. Και η άνοδος της θερµοκρασίας του πλανήτη, η οποία οφείλεται στις εκποµπές των αερίων που προκαλούν το φαινόµενο του θερµοκηπίου, θα συνεχιστεί προκαλώντας διαταραχές στο κλίµα, όπως αυτές που προκάλεσαν τις κατακλυσµιαίες πληµµύρες – στηΒραζιλία, τη Σρι Λάνκα, την Αυστραλία.

Γιατί όµως, ενώ οπλανήτης γίνεται πιο ζεστός, βρέχει τόσο σε µερικές περιοχέςτου κόσµου, ενώσε άλλες, όπως στην Ευρώπη και την Αµερική, κάνει πολύ κρύο και χιονίζει για µέρες; Επειδήη άνοδος της θερµοκρασίας αλλάζει το κλίµα, λένε οι εµπειρογνώµονες. «Αν οισηµερινές συνθήκες παραµείνουν οιίδιες, δηλαδή αν δενµειωθεί η ποσότητα του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέµπεται στην ατµόσφαιρα, το 2010 θα χάσει σύντοµα το ρεκόρ της πιο ζεστής χρονιάς», λέει ο Τζέιµς Χάνσεν του GISS. Ο κλιµατολόγοςκαι διευθυντήςτου Ινστιτούτου Βιοµετεωρολογίαςτου ιταλικού Εθνικού Κέντρου Ερευνών Τζαµπιέρο Μαράκι υπογραµµίζει ότι οκόσµος πρέπεινα καταλάβει δύο πράγµατα. «Το πρώτο είναι ότι το ισχυρόψύχος που επικράτησε την περίοδο των Χριστουγέννων στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη δεν αντιφάσκει µε το ρεκόρ ζέστης του 2010. Οχι µόνοεπειδή σε µερικές ζώνες κάνει πολύ κρύο, ενώ σε άλλες συνεχίζει να κάνει πολλή ζέστη και επειδή τα δεδοµένα της NASA αφορούν τον µέσο όρο του πλανήτη. Αλλά και επειδή η παγκόσµια άνοδος της θερµοκρασίας προκαλεί κλιµατικές αλλαγές που µπορεί να προκαλέσουν πληµµύρες, σφοδρές βροχοπτώσεις, αλλά και κρύο και χιόνι».

Το ρεκόρ ζέστηςτου 2010 ανακοίνωσαντις δύο από τις τρεις επιστηµονικές οµάδες που παρακολουθούντον δείκτη της µέσης θερµοκρασίας του πλανήτη – την αµερικανική Υπηρεσία για τη Μετεωρολογία και τους Ωκεανούς (NOAA) και την οµάδα του Τζέιµς Χάνσεν (Πανεπιστήµιο Κολούµπια της Νέας Υόρκης καιΙνστιτούτο Γκόνταρντ – GISS – της NASA), ενώ αναµένονται και οι αναλύσεις τηςοµάδας του Φιλ Τζόουνς στο βρετανικό Κέντρο Χάντλεϊ.

Δείτε επίσης