Ερευνητές από τη Βρετανία και τον Καναδά εντόπισαν ένα γονίδιο, το οποίο συνδέεται με μία άκρως επιθετική μορφή καρκίνου του μαστού. Το ZNF703 είναι το πρώτο «ογκογονίδιο», το οποίο εντοπίζεται τα τελευταία πέντε χρόνια και είναι υπερδραστήριο σε περίπου μία ανά 12 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού. Σύμφωνα με ειδικούς από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Κέιμπριτζ και από την Υπηρεσία για τον Καρκίνο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, που βρίσκονται πίσω από την ανακάλυψη του ογκογονιδίου, αυτό μπορεί να αποτελέσει έναν από τους κύριους υποψηφίους για την ανάπτυξη νέων φαρμάκων για τον καρκίνο του μαστού.
Τα ογκογονίδια είναι γονίδια, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες δίνουν εντολή στα υγιή κύτταρα να διαιρεθούν. Ωστόσο όταν γίνονται υπερδραστήρια, χαλάει η ισορροπία της σωστής διαίρεσης των κυττάρων. Η βλάβη αυτή, όπως την περιγράφουν οι επιστήμονες, είναι σαν να έχει κολλήσει το γκάζι του αυτοκινήτου. Ετσι τα κύτταρα λαμβάνουν εντολή να διαιρούνται ασταμάτητα με αποτέλεσμα τον σχηματισμό καρκινικών όγκων.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό EMBO Molecular Medicine οι ερευνητές παρακολούθησαν τη γονιδιακή δραστηριότητα σε 1.172 δείγματα όγκων του μαστού. Παράλληλα μελέτησαν καρκινικά κύτταρα του μαστού στο εργαστήριο. Οπως είδαν, το γονίδιο ZNF703, το οποίο εντοπίστηκε στο χρωμόσωμα 8, ήταν υπερδραστήριο σε όλα τα δείγματα που εξετάστηκαν. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις δειγμάτων, το συγκεκριμένο γονίδιο ήταν το μόνο, που έδειχνε υπερβολική δραστηριότητα, γεγονός που μαρτυρούσε ότι οδηγούσε την ανάπτυξη του καρκίνου.
Ο επικεφαλής της μελέτης από το Ερευνητικό Ινστιτούτο του Κέιμπριτζ καθηγητής, Κάρλος Κάλντας, σημείωσε ότι «οι επιστήμονες πρωτοανακάλυψαν πριν από 20 χρόνια ότι αυτή η περιοχή του DNA μπορεί να κρύβει γονίδια, που συνδέονται με την ανάπτυξη καρκίνου του μαστού. Ωστόσο μόνο με την τεχνολογία, που έχουμε σήμερα στα χέρια μας μπορέσαμε να εντοπίσουμε το ένοχο γονίδιο».
Σύμφωνα με τον καθηγητή ο έλεγχος των γυναικών με καρκίνο του μαστού για ύπαρξη του γονιδίου θα μπορεί να δείξει μελλοντικά τις ασθενείς, που αντιμετωπίζουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν ανθεκτικότητα στις συμβατικές ορμονοθεραπείες και να κατευθύνει τους γιατρούς προς την χορήγηση πιο εξατομικευμένων θεραπειών.