Η έκθεση των εγκύων γυναικών σε μεγάλες ποσότητες παρασιτοκτόνων, που χρησιμοποιούνται κυρίως στην παραδοσιακή γεωργία, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του δείκτη νοημοσύνης των παιδιών τους, σύμφωνα με τρεις ξεχωριστές αμερικανικές επιστημονικές μελέτες, που ενισχύουν τα επιχειρήματα της στροφής στις βιολογικές καλλιέργειες, με λιγότερη χρήση χημικών ουσιών. Οι έρευνες, δύο στην πόλη της Νέας Υόρκης (από επιστήμονες του νοσοκομείου του Όρους Σινά και του πανεπιστημίου Κολούμπια) και μια στην αγροτική περιοχή Σαλίνας της βόρειας Καλιφόρνιας (από ερευνητές του πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ), κάλυψαν χρονική περίοδο σχεδόν μιας δεκαετίας και αφορούσαν περίπου 1.000 παιδιά ηλικίας έως εννέα ετών.
Οι ερευνητές εστιάστηκαν στην έκθεση των εγκύων μητέρων στην οικογένεια των οργανοφωσφορικών παρασιτοκτόνων που τυγχάνουν ευρείας χρήσης στις καλλιέργειες φρούτων και λαχανικών. Οι μελέτες, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό περιβαλλοντικής υγείας “Environmental Health Perspectives”.
Οι επιστήμονες μέτρησαν τα ίχνη των οργανοφωσφορικών ουσιών στα ούρα και το αίμα τόσο των εγκύων όσο και των παιδιών που γεννήθηκαν από αυτές. Βρέθηκε ότι όσο περισσότερο είχαν εκτεθεί οι έγκυες σε παρασιτοκτόνα, τόσο μικρότερος ήταν, μετά από μερικά χρόνια, ο δείκτης νοημοσύνης των παιδιών τους και τόσο χειρότερη η μνήμη τους, με συνέπειες για τις σχολικές επιδόσεις τους. Τα ευρήματα ήσαν παρόμοια τόσο στις δύο αστικές, όσο και στην αγροτική μελέτη.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι ο εγκέφαλος των εμβρύων στην μήτρα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος, κατά τη φάση της διαμόρφωσής του, στις χημικές ουσίες του περιβάλλοντος. Η επίδραση συμβαίνει μέσω των καταλοίπων των παρασιτοκτόνων, τα οποία υπάρχουν στα τρόφιμα που καταναλώνει η έγκυος και επιδρούν στον εγκέφαλο του μωρού.
Τα οργανοφωσφορικά παρασιτοκτόνα και εντομοκτόνα έχουν περιοριστεί στις κατοικημένες περιοχές τα τελευταία χρόνια, όμως συνεχίζεται η χρήση τους στη γεωργία σε διάφορα μέρη του κόσμου, με συνέπεια να συνεχίζουν να εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα. Γι’ αυτό, οι ειδικοί συστήνουν καλό πλύσιμο και τρίψιμο των φρούτων και λαχανικών πριν την κατανάλωσή τους.
Τα μωρά που κλαίνε πολύ, μπορεί να έχουν προβλήματα συμπεριφοράς στο μέλλον
Εντωμεταξύ, μια άλλη μελέτη βρήκε ότι όσα μωρά κλαίνε υπερβολικά και, παράλληλα, τρώνε και κοιμούνται δύσκολα, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν προβλήματα συμπεριφοράς, αργότερα στη ζωή τους, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.
Βρετανοί, Γερμανοί και Ελβετοί ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ντίτερ Βόλκε της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Γουόργουικ, που δημοσίευσαν σχετική μελέτη στο παιδιατρικό περιοδικό “Archives of Disease in Childhood”, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι περίπου ένα στα πέντε μωρά (ποσοστό 20%) έχουν τέτοια συμπτώματα, που μπορεί να οδηγήσουν αργότερα σε προβλήματα όπως η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, το άγχος και η επιθετική συμπεριφορά.
Οι επιστήμονες έκαναν εκτενή και συγκριτική αξιολόγηση (μετα-ανάλυση) 22 σχετικών, μέχρι σήμερα, επιστημονικών ερευνών, που αφορούσαν σχεδόν 17.000 παιδιά. Επισήμαναν, πάντως, ότι οι γονείς δεν πρέπει να ανησυχούν υπερβολικά, καθώς το κλάμα είναι φυσικό στα παιδιά, όμως μερικά κλαίνε πάρα πολύ μετά την ηλικία των τριών μηνών, για αιτίες πέρα από τα στομαχικά προβλήματά τους.
Η έρευνα συμπέρανε ότι όσο περισσότεροι παράγοντες κινδύνου συνυπάρχουν στα μωρά (υπερβολικό κλάμα, δυσκολία φαγητού, αϋπνία), τόσο αυξάνει η πιθανότητα προβλημάτων συμπεριφοράς, όταν μεγαλώσουν.