Ο βήχας είναι ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα που φανερώνει μια διαταραχή στην περιοχή των αναπνευστικών οδών (ρινοφαρυγγική χώρα, τραχεία, και πνεύμονες). Η αντιμετώπιση εξαρτάται από την αιτία του.
Μπορεί ο βήχας να οφείλεται σε μικρόβια, βλέννα, ξένα σώματα, αέρια ερεθιστικά των βλεννογόνων, καπνό τσιγάρου, καθώς και σε αλλεργικές αντιδράσεις.
Ανάλογα με την ποσότητα της βλέννας που σχηματίζεται, ο βήχας ακούγεται πολύ διαφορετικά - η βλέννα ή βλέννη είναι ένα γλοιώδες και πυκνόρρευστο υγρό που εκκρίνουν κάποιοι αδένες .
Συνοπτικά, οι κυριότερες αιτίες του βήχα είναι: λοιμώξεις αναπνευστικού όπως κοινό κρυολόγημα, γρίπη, ωτίτιδα, ιγμορίτιδα, φαρυγγίτιδα, λαρυγγίτιδα, οξεία βρογχίτιδα, πνευμονία, βρογχιολίτιδα, φυματίωση, αλλεργία και άσθμα.
Αντιμετώπιση
Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία που προκαλεί το βήχα και περιλαμβάνει χρήση αντιβηχικών και βλεννολυτικών φαρμάκων. Το 90% των παιδιών με βήχα έχει κάποια λοίμωξη της αναπνευστικής οδού, όπως κοινό κρυολόγημα, λαρυγγίτιδα, βρογχίτιδα, βρογχιολίτιδα, κοκίτη ή πνευμονία.
Όταν έχουμε ελάχιστο σχηματισμό βλέννης, ο βήχας ακούγεται ξηρός. Ο ξηρός ή μη παραγωγικός βήχας χαρακτηρίζεται από συνεχή ενόχληση στον τράχηλο, χωρίς όμως να συνοδεύεται από φλέγματα. Μπορεί να οφείλεται σε ερεθισμό από ξένα σώματα, καπνό τσιγάρου ή καυσαέρια, εμφανίζεται σε περίπτωση βρογχικού άσθματος, καθώς και στις απαρχές ιογενών ή βακτηριακών λοιμώξεων.
Στον υγρό ή παραγωγικό βήχα, ο οποίος είναι λιγότερο συχνός, «ανεβαίνει» βλέννα στο λαιμό. Ωστόσο το παιδί δεν μπορεί να αποβάλλει τη βλέννα με το βήχα προτού συμπληρώσει το 5ο έτος της ηλικίας του. Στα βρέφη και τα νήπια, η βλέννα που ανεβαίνει προς τα επάνω με το βήχα, κυλάει πάλι πίσω μέσω του οισοφάγου και εξουδετερώνεται από τα γαστρικά υγρά.
Με τα αντιβηχικά φάρμακα (με κορτιζόνη – κωδεΐνη) αντιμετωπίζεται ο ξηρός βήχας και ο άρρωστος ανακουφίζεται. Δρουν κεντρικά (στο κέντρο του βήχα στον εγκέφαλο) ή περιφερικά.
Η αντιμετώπιση του παραγωγικού βήχα γίνεται με τα βλεννολυτικά φάρμακα. Τα βλεννολυτικά ρευστοποιούν τις εκκρίσεις (φλέγματα) ώστε αυτές να αποβάλλονται ευκολότερα, ενώ ταυτόχρονα βελτιώνουν τη λειτουργία του κροσσωτού επιθηλίου ώστε ο παραγωγικός βήχας να γίνει περισσότερο αποτελεσματικός. Η καλή ενυδάτωση του οργανισμού είναι προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη δράση των βλεννολυτικών φαρμάκων.
Τέλος, θεραπεία με αντιβιοτικά γίνεται μόνο σε περίπτωση μικροβιακής λοίμωξης και πάντα ύστερα από σύσταση του γιατρού.
Στον παραγωγικό βήχα δεν πρέπει να χορηγείτε αντιβηχικά φάρμακα στο παιδί σας. Ο λόγος είναι ότι αν του δώσετε τέτοια φάρμακα, μπορεί η βλέννα να παραμείνει συγκεντρωμένη στις αναπνευστικές οδούς και να προκαλέσει στένωση ή κάποια βαρύτερη λοίμωξη.
Το παιδί σας θα πρέπει να παίρνει βλεννολυτικά φάρμακα μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας για να μη βήχει πολύ συχνά στον ύπνο του.
Λόγω της πληθώρας των πιθανών αιτιών, κάθε παιδί με βήχα που διαρκεί πάνω από μία εβδομάδα χωρίς εμφανή υποχώρηση, πρέπει να εξετάζεται από γιατρό.
Ο βήχας μπορεί να είναι συνεχής ή να εκδηλώνεται απότομα και σύντομα. Είναι πιθανό να εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες (ψυχογενής βήχας υπερέντασης) ή από συγκεκριμένες ώρες της ημέρας. Έτσι, νυχτερινός βήχας παρουσιάζεται συνήθως στον κοκκύτη ή στις φλεγμονές των βλεννογόνων των παραρρινικών κοιλοτήτων και των μετωπιαίων κόλπων.
Αν ο βήχας διαρκεί περισσότερο από 3 ως 4 εβδομάδες, τότε χαρακτηρίζεται χρόνιος, και μπορεί να σημαίνει ότι το παιδί έχει βρογχικό άσθμα.
Αν ο ξηρός βήχας επιμένει χωρίς εμφανείς οργανικές αιτίες, τότε ενδεχομένως να είναι νευρικός και να ευθύνονται ψυχολογικά προβλήματα, όπως συμβαίνει π.χ. με το βήχα αμηχανίας στην εφηβεία ή το βήχα υπερέντασης σε βρέφη και παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Να σημειωθεί ότι στα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να εμφανισθεί λαρυγγίτιδα με υλακώδη βήχα (σαν να γαβγίζει σκύλος), βραχνάδα στη φωνή και συριγμό στην αναπνοή. Αν συμβεί αυτό, χρειάζεται η μεταφορά του παιδιού στο νοσοκομείο.