Μία απλή εξέταση υπερήχων, με την οποία ελέγχεται το περικαρδιακό λίπος, μπορεί να προβλέψει την ύπαρξη αθηροσκλήρωσης των στεφανιαίων αρτηριών.
Το περικαρδιακό λίπος (pericardial fat) βρίσκεται σε “θήκες” γύρω από την καρδιά, οι οποίες παρεμβάλλονται ανάμεσα στην καρδιά και ένα άλλο είδος λίπους της καρδιάς και ονομάζεται επικαρδιακό (epicardial fat). Το επικαρδιακό λίπος παρέχει ενέργεια στην καρδιά, αλλά το περικαρδιακό δεν έχει κάποια γνωστή, ωφέλιμη λειτουργία. Αντίθετα, θεωρείται ότι παίζει κεντρικό ρόλο στην παθογένεια της καρδιαγγειακής νόσου, λόγω των φλεγµονωδών ιδιοτήτων του.
Η εξέταση γίνεται με συσκευή υπερήχων και μετρά το πάχος του περικαρδιακού λίπους, το οποίο αντιπροσωπεύει το 20% της καρδιακής μάζας. Όταν το πάχος του περικαρδιακού λίπους υπερβαίνει τα 6 χιλιοστά, αποτελεί ύποπτη ένδειξη για στεφανιαία νόσο. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να γίνονται στον εξεταζόμενο περαιτέρω εξετάσεις, που θα επιβεβαιώσουν ή θα αποκλείσουν το ενδεχόμενο αυτό.
Τα παραπάνω ανέφερε ο δρ Στυλιανός Χαντανής, διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του Τζάνειου Νοσοκομείου Πειραιά, σε ομιλία του στο 4ο Συνέδριο της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Καρδιολόγων Ελλάδος (ΕΕΚΕ), που διεξήχθη στο Ναύπλιο από τις 31 Μαρτίου έως τις 2 Απριλίου 2017.
Όπως εξήγησε ο κ. Χαντανής, μέχρι τον περασμένο αιώνα οι ειδικοί πίστευαν ότι ο λιπώδης ιστός γύρω από την καρδιά συμβάλλει στην μηχανική προστασία και την θερμορρύθμιση των στεφανιαίων αρτηριών. Ωστόσο είναι πλέον τεκμηριωμένο πως δεν αποτελεί απλώς μία αποθήκη λίπους αλλά, όπως συμβαίνει και με το κοιλιακό λίπος, είναι ένα βιολογικά ενεργό όργανο το οποίο εκκρίνει κυτοκίνες.
Οι κυτοκίνες ή κυτταροκίνες είναι ουσίες με φλεγμονώδεις ιδιότητες που προάγουν την αθηροσκλήρωση, η οποία είναι σε τελική ανάλυση υπεύθυνη για τα οξέα στεφανιαία επεισόδια (εμφράγματα του μυοκαρδίου).
Το περικαρδιακό λίπος εκκρίνει ένα ευρύ φάσµα µεσολαβητών της φλεγµονής όπως IL-1, IL-6, TNF-a, χυµοκίνες αλλά και αντιφλεγµονώδους παράγοντες όπως η αδιπονεκτίνη. Θεωρείται πως έχει μια τοπική τοξική επίδραση. Επίσης έχει συσχετιστεί με την εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής.
«Η μέτρηση του περικαρδιακού λίπους έχει μεγάλη προβλεπτική αξία και μπορεί να γίνει με χρήση υπερήχων στη διάρκεια μιας καρδιολογικής εξέτασης ρουτίνας», είπε ο κ. Χαντανής.
Και πρόσθεσε ότι στη μείωση του περικαρδιακού λίπους συμβάλει η απώλεια των περιττών κιλών όταν υπάρχουν, σε συνδυασμό με άσκηση και λήψη υπολιπιδαιμικών φαρμάκων.
Στις γυναίκες
Να σημειωθεί ότι οι επιστήμονες βρήκαν πρόσφατα ότι στις γυναίκες, καθώς μειώνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων κατά την εμμηνόπαυση, αυξάνονται οι συγκεντρώσεις του περικαρδιακού λίπους και αυτό μπορεί να οδηγήσει στη συγκέντρωση ασβεστίου στις αρτηρίες της καρδιάς, ανοίγοντας το δρόμο στην καρδιοπάθεια.
Η μελέτη αυτή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of the American Heart Association. Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής την Samar El Khoudary, επίκουρη καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο University of Pittsburgh Graduate School of Public Health βρήκε ότι μια αύξηση κατά 60% του περικαρδιακού λίπους συνδεόταν με 160% αύξηση των αποτιτανώσεων (εναποθέσεων ασβεστίου) στις αρτηρίες των μετεμμηνοπαυσικών γυναικών, έναντι των προεμμηνοπαυσικών.
«Γνωρίζουμε ότι η εμμηνόπαυση βάζει τις γυναίκες σε μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων», είπε η Khoudary. «Για παράδειγμα, αυξάνει τη χοληστερόλη και οι γυναίκες αρχίζουν να έχουν περισσότερο λίπος γύρω από τη μέση τους. Όλα δείχνουν όμως ότι οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έχουν και περισσότερο λίπος γύρω από την καρδιά, το οποίο θα μπορούσε να είναι περισσότερο επιβλαβές από το λίπος γύρω από τη μέση, επειδή παράγει φλεγμονώδεις ουσίες”.