Για χρόνια, οι γιατροί λένε στους ασθενείς -αλλά και σε υγιείς ανθρώπους- ότι η χοληστερόλη της HDL (high-density lipoprotein cholesterol) βοηθά στην προστασία τους από καρδιαγγειακές παθήσεις. Και όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός, τόσο μεγαλύτερη είναι η προστασία (αυτό δεν είναι απόλυτο καθώς ένας λόγος που μπορεί να ανέβει η HDL είναι μέσω της κατανάλωσης αλκοόλ ενώ φαίνεται ότι ο προστατευτικός ρόλος εξαντλείται στα 75-80 mg για τους άνδρες και στα 85-90 mg για τις γυναίκες).
Το γεγονός ότι υπάρχει μια στατιστική συσχέτιση που δείχνει ότι τα υψηλότερα επίπεδα HDL σχετίζονται με λιγότερα εμφράγματα έκανε τους ειδικούς να την ονομάσουν “καλή” χοληστερόλη.
Το ερώτημα όμως είναι αν η HDL χοληστερόλη είναι ανεξάρτητος παράγοντας πρόγνωσης των καρδιακών εμφραγμάτων ή τιμή της επηρεάζεται από άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου.
Μια μελέτη έδειξε για πρώτη φορά ότι η προστασία της HDL εξαρτάται από τα επίπεδα δύο άλλων λιπών αίματος που σχετίζονται με καρδιακές παθήσεις: την LDL χοληστερόλη (low-density lipoprotein cholesterol) και τα τριγλυκερίδια. Εάν αυτά τα δύο είδη λιπών δεν βρίσκονται σε φυσιολογικά επίπεδα, τότε μια υψηλή τιμή της HDL χοληστερόλης δεν παρέχει μια επιπρόσθετη προστασία.
Η έρευνα ανέλυσε 25 χρόνια δεδομένων από τη μελέτη Framingham Heart Study’s Offspring Cohort και εστίασε στους ρόλους που παίζουν η HDL, η LDL και τα τριγλυκερίδια στην αύξηση ή στη μείωση του κινδύνου των καρδιακών παθήσεων. Η μελέτη, που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Circulation: Cardiovascular Quality and Outcomes παρακολούθησε 3.590 άνδρες και γυναίκες χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο μεταξύ των ετών 1987 και 2011.
Η σχέση με την LDL και τα τριγλυκερίδια
“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η HDL έχει προστατευτικό ρόλο, όπως επιβεβαιώνουμε και στη μελέτη, αλλά υπάρχει μια υπερβολή γύρω από την HDL”, λέει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Michael Miller, καθηγητής καρδιοαγγειακής ιατρικής στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Maryland. “Η HDL θα πρέπει πραγματικά να θεωρηθεί ως μια τρίτη προτεραιότητα, με την LDL στην κορυφή και τα τριγλυκερίδια στη δεύτερη θέση”.
Τα ερωτήματα είναι: μπορεί το επίπεδο της HDL από μόνο του να καθορίσει τον κίνδυνο ενός ατόμου για καρδιακή νόσο; Και τι συμβαίνει με αυτόν τον κίνδυνο εάν η LDL και τα τριγλυκερίδια είναι σε μη φυσιολογικές τιμές;
Οι ερευνητές εξέτασαν τους συμμετέχοντες στη μελέτη με χαμηλά και υψηλά επίπεδα HDL και αυτούς που είχαν φυσιολογικές τιμές LDL και τριγλυκεριδίων.
“Κανείς δεν έχει εξετάσει πραγματικά μια απομονωμένη χαμηλή ή απομονωμένη υψηλή HDL και εάν οι άλλοι παράγοντες, όπως τα τριγλυκερίδια και η LDL, κάνουν τη διαφορά στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου”, ανέφερε ο Μίλερ.
Τα συμπεράσματα της μελέτης ήταν:
- Η HDL χοληστερόλη δεν είναι ομοιόμορφα προβλεπτικός παράγοντας του καρδιαγγειακού κινδύνου.
- Τα τριγλυκερίδια και η LDL χοληστερόλη τροποποίησαν τη συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου τόσο σε χαμηλά, όσο και σε υψηλά επίπεδα HDL.
- Σε σύγκριση με την απομονωμένη χαμηλή HDL, ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου ήταν 30-60% υψηλότερος παρουσία υψηλών επιπέδων LDL, τριγλυκεριδίων ή και των δύο.
- Η υψηλή HDL χοληστερόλη δεν συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο όταν τα τριγλυκερίδια και η LDL χοληστερόλη ήταν πάνω από τα 100 mg/dL.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υψηλότερη HDL χοληστερόλη σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο όταν οι άλλοι παράγοντες κινδύνου παραμένουν σταθεροί.
Κατά τα άλλα, η μελέτη βρήκε ότι ο κίνδυνος αυξάνεται κατά 30-60% όταν η LDL χοληστερόλη υπερβαίνει τα 130 mg/dL και κατά 10-20% όταν τα τριγλυκερίδια ξεπερνούν τα 150 mg/dL σε σύγκριση με τα επίπεδα κάτω των 100 mg/dL.
Να σημειωθεί ότι δεν είναι απόλυτα σαφής η αιτία που η HDL χοληστερόλη είναι “καλή“. Τα σωματίδια HDL επιστρέφουν τη χοληστερόλη από τα κύτταρα στο συκώτι (κάνουν την αντίθετη δουλειά από τα σωματίδια LDL) αλλά η ποσότητα επιστροφής θεωρείται μικρή.