Ερευνητές του Κέντρου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια (CUMC) και του Ψυχιατρικού Ινστιτούτου της Νέας Υόρκης (NYSPI) φαίνεται πως έχουν ανακαλύψει έναν τρόπο να χρησιμοποιήσουν την αίσθηση της όσφρησης ενός ασθενούς για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της νόσου Αλτσχάιμερ πριν αυτά εμφανιστούν.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν ηλεκτρονικά αυτήν την εβδομάδα στο Journal of Alzheimer’s Disease.
Η μειωμένη αίσθηση της οσμής έχει αναγνωριστεί σχετικά πρόσφατα ως ένα από τα πρώτα σημάδια της γνωσιακής παρακμής, πριν από την κλινική έναρξη της νόσου Αλτσχάιμερ. Οι ερευνητές στο CUMC και στο NYSPI βρήκαν έναν τρόπο να χρησιμοποιήσουν αυτό το αποτέλεσμα για να καθορίσουν εάν ασθενείς με ήπια γνωστική εξασθένηση μπορούν να ανταποκριθούν σε φάρμακα για τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ που ονομάζονται αναστολείς χολινεστεράσης.
Οι νευρώνες ταξινομούνται ανάλογα με τον νευροδιαβιβαστή που απελευθερώνουν. Αν απελευθερώνουν ακετυλοχολίνη ονομάζεται χολινεργικοί και αν απελευθερώνουν αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη ονομάζονται αδρενεργικοί. Η χολινεργική λειτουργία εξασθενεί σε άτομα με νόσο Αλτσχάιμερ.
Οι αναστολείς χολινεστεράσης (δονεπεζίλη, η ριβαστιγμίνη και η γκαλανταμίνη) εμποδίζουν ένα ένζυμο που διασπά την ακετυλοχολίνη και έτσι ενισχύουν τη χολινεργική λειτουργία αυξάνοντας τη μετάδοση της ακετυλοχολίνης στον εγκέφαλο. Τα φάρμακα αυτά, έχουν δείξει κάποια αποτελεσματικότητα στη βελτίωση των γνωστικών συμπτωμάτων της νόσου του Αλτσχάιμερ. Ωστόσο, δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά ως θεραπεία για άτομα με ήπια γνωστική διαταραχή, μια κατάσταση που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο της νόσου Αλτσχάιμερ.
“Γνωρίζουμε ότι οι αναστολείς χολινεστεράσης μπορούν να κάνουν τη διαφορά για τους ασθενείς με Αλτσχάιμερ, έτσι θέλαμε να μάθουμε αν μπορούσαμε να εντοπίσουμε ασθενείς με κίνδυνο για Αλτσχάιμερ, οι οποίοι θα μπορούσαν επίσης να επωφεληθούν από αυτή τη θεραπεία”, δήλωσε ο D.P. Devanand, καθηγητής ψυχιατρικής και ερευνητής στο Κέντρο Gertrude H. Sergievsky στο CUMC.
Και πρόσθεσε: “Δεδομένου ότι οι δοκιμές αναγνώρισης της οσμής έχουν δείξει ότι προβλέπουν την εξέλιξη στην νόσος του Αλτσχάιμερ, υποθέσαμε ότι αυτές οι δοκιμές θα μας επέτρεπαν να ανακαλύψουμε ποιοι ασθενείς με ήπια νοητική δυσλειτουργία είναι πιθανότερο να βελτιωθούν με θεραπεία δονεπεζίλης”.
Σε αυτή τη μελέτη, 37 συμμετέχοντες με ήπια γνωστική διαταραχή υποβλήθηκαν σε τεστ αναγνώρισης οσμών του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας (UPSIT). Το τεστ έγινε πριν και μετά τη χρήση ενός ρινικού ψεκασμού ατροπίνης που εμποδίζει τη χολινεργική μετάδοση.
Οι ασθενείς στη συνέχεια υποβλήθηκαν σε θεραπεία με δονεπεζίλη (Aricept) για 52 εβδομάδες και επανεκτιμήθηκαν περιοδικά με το τεστ οσμής και με δοκιμές μνήμης και γνωστικής λειτουργίας.
Εκείνοι που είχαν μεγαλύτερη πτώση στις βαθμολογίες του τεστ οσμής μετά τη χρήση της δοκιμής αντιχολινεργικού ρινικού ψεκασμού – υποδεικνύοντας περισσότερα χολινεργικά ελλείμματα στον εγκέφαλο – είδαν μεγαλύτερη νοητική βελτίωση με τη δονεπεζίλη.
Επιπλέον, η βραχυχρόνια βελτίωση της αναγνώρισης της οσμής, από την αρχική σε οκτώ εβδομάδες, είχε την τάση να προβλέπει μακροπρόθεσμη γνωσιακή βελτίωση με τη θεραπεία με δονεπεζίλη σε διάστημα ενός έτους.
“Αυτά τα αποτελέσματα, ιδιαίτερα αν αναπαραχθούν σε μεγαλύτερο δείγμα, υποδεικνύουν ότι απλές και φθηνές στρατηγικές έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν τις επιλογές ασθενών με ήπια γνωστική εξασθένηση οι οποίοι είναι πιθανό να επωφεληθούν από τη θεραπεία με αναστολείς χολινεστεράσης όπως η δονεπεζίλη”, δήλωσε ο Δρ Devanand.