Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS Biology, μια μελέτη που είχε χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία τροφίμων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 συνέδεε τη ζάχαρη με αθηροσκλήρωση και καρκίνο της ουροδόχου κύστης σε αρουραίους, αλλά η βιομηχανία σταμάτησε τη χρηματοδότησή της και έτσι απέτρεψε τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων.
Οι συγγραφείς του άρθρου λένε ότι αρκετά στοιχεία δείχνουν ότι η βιομηχανία ζάχαρης έχει προσπαθήσει, εδώ και δεκαετίες, να παραπλανήσει το κοινό και να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντά της “διαγράφοντας” έρευνες που δεν τη συμφέρουν, μια τακτική που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από τη βιομηχανία καπνού.
Το 1968, το Sugar Research Foundation, γνωστό σήμερα ως Sugar Association, χρηματοδότησε μια μελέτη που αφορούσε τα ζώα προκειμένου να ρίξει φως στη σχέση μεταξύ ζάχαρης και καρδιακής υγείας. Αλλά όταν η έρευνα έδειξε έναν μηχανισμό με τον οποίο η ζάχαρη μπορούσε να προωθεί όχι μόνο την καρδιακή νόσο, αλλά και τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης, η βιομηχανία σταμάτησε τη χρηματοδότηση.
«Τα αποτελέσματα της έρευνας δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας και η βιομηχανία τροφίμων προτίμησε να τα κρατήσει κρυφά», είπε ο Stanton Glantz, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του University of California San Francisco (UCSF) και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Σύμφωνα με τον Glantz, επρόκειτο για πείραμα που παρήγαγε ανεπιθύμητα αποτελέσματα για την βιομηχανία τροφίμων. “Αν δημοσιευόταν θα αύξανε τις γνώσεις μας για τον καρδιαγγειακό κίνδυνο που συνεπάγεται η κατανάλωση πολλής ζάχαρης και φυσικά αυτό δεν ήθελαν οι εταιρίες”. Ο ίδιος πρόσθεσε πως παρότι το εσωτερικό έγγραφο είναι 50 ετών, είναι σημαντικό επειδή δείχνει μια μακροχρόνια στρατηγική που υποβαθμίζει τις πιθανές επιπτώσεις της κατανάλωσης ζάχαρης στην υγεία. “Υποστηρίζει την υπόθεση ότι η βιομηχανία ζάχαρης έχει μακρά ιστορία χειραγώγησης της επιστήμης”.
Το έγγραφο που περιγράφεται στο άρθρο αποτελούσε μια εσωτερική επικοινωνία στελεχών της βιομηχανίας ζάχαρης που η δρ Cristin Kearns, oδοντίατρος και ερευνήτρια στην Ιατρική Σχολή του UCSF , βρήκε σε διάφορα αρχεία βιβλιοθηκών αμερικανικών πανεπιστημίων. Πέρυσι είχε δει το φως της δημοσιότητας ένα άλλο έγγραφο που είχε βρει η Kearns, το οποίο έδειχνε ότι η βιομηχανία ζάχαρης είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία στη δεκαετία του 1960 για να αντιμετωπίσει την αρνητική δημόσια εικόνα της ζάχαρης.
Η εκστρατεία ενορχηστρώθηκε από τον John Hickson, κορυφαίο στέλεχος της Sugar Association που αργότερα εντάχθηκε στην καπνοβιομηχανία. Στο πλαίσιό της, ο Hickson πλήρωσε κρυφά δύο επιφανείς επιστήμονες του Χάρβαρντ για να δημοσιεύσουν το 1967 μια ανασκόπηση που δεν έβρισκε σχέση ανάμεσα στη ζάχαρη και την υγεία της καρδιάς μετατοπίζοντς την ευθύνη στα κορεσμένα λιπαρά.
Το νέο έγγραφο δείχνει ότι ο Hickson ήταν τότε ανήσυχος για τις αναδυόμενες μελέτες που έδειχναν ότι η ζάχαρη ήταν περισσότερο επιζήμια για την καρδιακή υγεία από από τους αμυλούχους υδατάνθρακες όπως είναι οι σπόροι, τα φασόλια και οι πατάτες. Ο Hickson υποψιαζόταν ότι αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι τα μικρόβια που βρίσκονται στο έντερο, γνωστά ως εντερική χλωρίδα ή μικροβίωμα, μεταβολίζουν τη ζάχαρη διαφορετικά από τα άμυλα.
Το 1968, η Sugar Association ξεκίνησε αυτό που αποκαλούσε Project 259. Προσέλαβε τον Δρ. W.F.R. Pover, ερευνητή του University of Birmingham, στην Αγγλία, και τον πλήρωσε με ένα ποσό που αντιστοιχεί σήμερα στα 187.000 δολάρια για τη διεξαγωγή μιας εργαστηριακής μελέτης σε ζώα. Ο στόχος του πειράματος ήταν να εξεταστεί εάν οι αρουραίοι και τα ινδικά χοιρίδια που είχαν απαλλαχτεί από μικρόβια του εντέρου αντιδρούσαν διαφορετικά στη ζάχαρη και στα άμυλα σε σχέση με τα κανονικά ζώα.
Τα αρχικά αποτελέσματα, που έγιναν γνωστά το 1969 στη βιομηχανία, χαρακτηρίστηκαν ως “ιδιαίτερου ενδιαφέροντος” και δημιούργησαν ανησυχία. Οι αρουραίοι που τράφηκαν με σακχαρόζη, παρήγαγαν υψηλά επίπεδα ενός ενζύμου που ονομάζεται β-γλυκουρονιδάση και για το οποίο υπήρχαν τρεις δημοσιευμένες μελέτες εκείνη την εποχή που το συνέδεαν με σκλήρυνση των αρτηριών και καρκίνο της ουροδόχου κύστης.
Ο Pover βρήκε και κάτι άλλο “εξαιρετικά σημαντικό”. Η αρχική φάση της έρευνας φάνηκε να επιβεβαιώνει ότι οι δυσμενείς επιδράσεις της ζάχαρης στη χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια ήταν αποτέλεσμα του μεταβολισμού της (της ζύμωσης) από τα βακτήρια του εντέρου. Ο Pover δήλωσε τότε ότι πλησίαζε στην ολοκλήρωση του Project 259 αλλά χρειαζόταν μια χρηματοδοτική επέκταση για να αποδείξει «οριστικά» ότι τα αποτελέσματα οφείλονταν στη διαμεσολάβηση του μικροβιώματος.
Ωστόσο, η βιομηχανία ζάχαρης αποφάσισε να αποσύρει το Project 259 σταματώντας τη χρηματοδότησή του. Σε εσωτερικό έγγραφο του 1970, ο Hickson ενημέρωσε τους συναδέλφους του περιγράφοντας την αξία του Project 259 ως «μηδέν» και σημειώνοντας ότι ο Pover ήταν απογοητευμένος έχοντας πάντως την ελπίδα να λάβει υποστήριξη από άλλες πηγές. Τελικά, ο Pover δεν τα κατάφερε και η έρευνά του δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Τόσο ο Pover όσο και ο Hickson δεν είναι πλέον εν ζωή.
Η ανάσυρση της έρευνας από την αφάνεια προκάλεσε την αντίδραση της Sugar Association, που εξέδωσε ανακοίνωση χαρακτηρίζοντας το άρθρο ως “συλλογή εικασιών και υποθέσεων για γεγονότα που συνέβησαν 50 χρόνια πριν, από ένα άρθρο που χρηματοδοτήθηκε από οργανισμούς οι οποίοι ασκούν κριτική στην βιομηχανία ζάχαρης”. Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η ζάχαρη που καταναλώνεται με μετριοπάθεια αποτελεί μέρος ενός ισορροπημένου τρόπου ζωής και ότι η Sugar Association παραμένει “αφοσιωμένη στην υποστήριξη της έρευνας για την περαιτέρω κατανόηση του ρόλου που παίζει η ζάχαρη στις εξελισσόμενες διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών”.
Η βιομηχανία ζάχαρης χρόνια τώρα επιμένει ότι η ζάχαρη δεν έχει κάποιο μοναδικό ρόλο στην προαγωγή της παχυσαρκίας, του διαβήτη τύπου 2 ή των καρδιακών παθήσεων, αν και μελέτες ανεξάρτητων ερευνητών έχουν καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Το έρευνα που κατέληξε στη δημοσίευση του άρθρου χρηματοδοτήθηκε από το αμερικανικό κράτος και συγκεκριμένα από τα National Institutes of Health, το Ίδρυμα Laura και John Arnold, και ένα ιδιωτικό ίδρυμα που ζητά για επιβληθούν φόροι στα ζαχαρούχα ποτά.
Ο Marion Nestle, καθηγήτρια διατροφής, μελέτης τροφίμων και δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, που ασχολείται με το ρόλο της βιομηχανίας τροφίμων στην επίδραση της επιστημονικής έρευνας δήλωσε ότι τα εσωτερικά έγγραφα της βιομηχανίας είναι εντυπωσιακά επειδή παρέχουν σπάνια στοιχεία για το πως η βιομηχανία τροφίμων κατέστειλε την έρευνα που δεν την άρεσε. Αυτή η πρακτική έχει τεκμηριωθεί μεταξύ της καπνοβιομηχανίας, της φαρμακοβιομηχανίας και άλλων βιομηχανιών.
Να σημειωθεί ότι σε γενικές γραμμές, η έρευνα σε αρουραίους και άλλα ζώα δεν θεωρείται σήμερα πειστική σε σχέση με τα αποτελέσματα στους ανθρώπους. Αλλά στη δεκαετία του 1960, τα στοιχεία για τα ζώα είχαν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα. Στις ΗΠΑ, ένας ομοσπονδιακός νόμος απαγόρευε τότε τα πρόσθετα τροφίμων που είχαν αποδειχθεί ότι προκαλούν καρκίνο στα ζώα. Για παράδειγμα, το 1969 η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ απαγόρευσε το κυκλαμικό άλας (cyclamate), ένα δημοφιλές τεχνητό γλυκαντικό, διότι είχε φανεί ότι προκαλεί καρκίνο της ουροδόχου κύστης σε αρουραίους.