Τα άτομα που έχουν υψηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια από τα άτομα με φυσιολογικό βάρος, σύμφωνα με ερευνητές του University College London.
Οι προηγούμενες έρευνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το βάρος ενός ατόμου επηρεάζει τον κίνδυνο άνοιας έχει προκαλέσει αντικρουόμενα αποτελέσματα. Μερικά ευρήματα έχουν δείξει ότι η παχυσαρκία αποτελεί υψηλότερο κίνδυνο άνοιας, ενώ άλλες μελέτες έχουν συνδέσει το μικρότερο βάρος με την αυξημένη συχνότητα εμφάνισης άνοιας.
Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση που περιέλαβε 4 μελέτες και 16.282 συμμετέχοντες, βρήκε ότι οι παχύσαρκοι έχουν 40% μεγαλύτερο κίνδυνο. Όμως η μεγαλύτερη μελέτη που έγινε ποτέ για το θέμα δεν βρήκε αύξηση της συχνότητας εμφάνισης άνοιας μεταξύ των παχύσαρκων ατόμων.
Η νέα μελέτη διευκρινίζει τι ακριβώς συμβαίνει. Επιβεβαιώνει τόσο την αρνητική επίδραση της παχυσαρκίας, όσο και την απώλεια βάρους που προκαλείται από μεταβολικές μεταβολές κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν την άνοια.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Alzheimer & Dementia και ανέλυσε στοιχεία από 1,3 εκατομμύρια ενήλικες που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που βρίσκονται κοντά στην άνοια, και στη συνέχεια αναπτύσσουν τη νόσο, τείνουν να έχουν χαμηλότερο σωματικό βάρος από ό, τι οι άνδρες χωρίς άνοια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το χαμηλότερο βάρος προκαλεί άνοια, σημαίνει ότι τα ανιακά άτομα καταναλώνουν λιγότερη τροφή και αδυνατίζουν.
“Η συσχέτιση Δείκτη Μάζας Σώματος και άνοιας που παρατηρείται στις διαχρονικές μελέτες πληθυσμού, όπως είναι η δική μας, οφείλεται στην πραγματικότητα σε δύο διαδικασίες”, ανέφερε ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Mika Kivimäki από το Ινστιτούτο Επιδημιολογίας και Υγείας του University College London. Η μια είναι η δυσμενής επίπτωση που έχουν τα παραπανίσια κιλά. Η άλλη είναι είναι η απώλεια βάρους λόγω προ-κλινικής άνοιας. Τα άτομα που αναπτύσσουν άνοια μπορεί να έχουν Δείκτη Μάζας Σώματος υψηλότερο από το μέσο όρο περίπου 20 χρόνια πριν την εμφάνιση της άνοιας αλλά κοντά στην εμφάνιση της άνοιας έχουν χαμηλότερο ΔΜΣ από όσους παραμένουν υγιείς”.
Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές συγκέντρωσαν δεδομένα από 39 διαχρονικές μελέτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Συνολικά 1.349.857 ενήλικες χωρίς άνοια συμμετείχαν σε αυτές τις μελέτες και αξιολογήθηκε το βάρος και το ύψος τους. Η άνοια διαπιστώθηκε χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά αρχεία υγείας που προέκυψαν από νοσηλείες, συνταγογραφούμενα φάρμακα και μητρώα θανάτου.
Συνολικά 6.894 συμμετέχοντες ανέπτυξαν άνοια κατά τη διάρκεια των έως και 38 ετών παρακολούθησης. Δύο δεκαετίες πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα της άνοιας, ο υψηλότερος ΔΜΣ προέβλεπε την εμφάνιση της νόσου.
Για κάθε 5 μονάδες αύξηση του ΔΜΣ ο κίνδυνος αυξανόταν κατά 16-33% (5 μονάδες ΔΜΣ είναι περίπου 14,5 κιλά για ένα άτομο ύψους 170 εκατοστών).
Από την άλλη πλευρά, το μέσο επίπεδο ΔΜΣ κατά την προκλινική φάση, κοντά στην έναρξη της άνοιας, ήταν χαμηλότερο σε σύγκριση με εκείνο των συμμετεχόντων που παρέμειναν υγιείς.
Να σημειωθεί ότι το 2015 ο αριθμός των ατόμων με άνοια ανήλθε σχεδόν σε 45 εκατομμύρια και ήταν διπλάσιος σε σχέση με το 1990. Η μελέτη αυτή δείχνει ότι η διατήρηση ενός υγιούς βάρους θα μπορούσε να αποτρέψει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει την άνοια.
Πηγή: Body mass index and risk of dementia: Analysis of individual-level data from 1.3 million individuals.