Εξωσωματική: Αυξημένος ο κίνδυνος επιπλοκών για τη μητέρα

Οι γυναίκες που κάνουν θεραπεία υπογονιμότητας, ιδιαίτερα εξωσωματική γονιμοποίηση, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν σοβαρές επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη τους, σύμφωνα με καναδική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Canadian Medical Association Journal, το περιοδικό της Καναδικής Ιατρικής Ένωσης.

Οι επιπλοκές περιλαμβάνουν σοβαρή επιλόχεια αιμορραγία, σήψη και εισαγωγή σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Οι σοβαρές επιπλοκές συνήθως είναι ξαφνικές και δύσκολο να προβλεφθούν, γι’ αυτό είναι σημαντικό να εντοπίζονται εκ των προτέρων οι έγκυες που μπορεί να κινδυνεύουν περισσότερο.

Στον Καναδά, το ποσοστό για σοβαρή παρενέργεια είναι περίπου 10 έως 15 για κάθε 1.000 γεννήσεις. Οι μητρικοί θάνατοι είναι ακόμη πιο σπάνιοι, συμβαίνουν σε 10 ή λιγότερες ανά 100.000 γεννήσεις. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, τέτοιες επιπλοκές είναι συχνά ξαφνικές και δύσκολο να προβλεφθούν. Είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι γυναίκες που ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο για αυτά τα γεγονότα, έτσι ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου.

Στον Καναδά, 1 στα 6 ζευγάρια επηρεάζεται από τη στειρότητα και πολλά ακολουθούν σε θεραπεία υπογονιμότητας, με περίπου 18.000 εγκυμοσύνες που συμβαίνουν μετά από θεραπείες με τεχνολογία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής κάθε χρόνο. Οι ειδικοί της γονιμότητας στο Οντάριο δημιούργησαν δεδομένα όχι μόνο για την αξιολόγηση του ποσοστού επιτυχίας αυτών των θεραπειών αλλά και για την κατάλληλη παρακολούθηση της υγείας της μητέρας μετά τη θεραπεία.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Natalie Dayan του Ινστιτούτου Ερευνών του Κέντρου Υγείας του Πανεπιστημίου ΜακΓκιλ του Μόντρεαλ, ανέλυσαν δεδομένα για 11.546 τοκετούς με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και 47.553 φυσιολογικούς τοκετούς.

«Βρήκαμε ότι οι γυναίκες που έκαναν θεραπεία υπογονιμότητας, ιδίως εξωσωματική γονιμοποίηση, είχαν περίπου 40% μεγαλύτερη πιθανότητα για σοβαρή επιπλοκή κύησης, σε σύγκριση με τις γυναίκες που γέννησαν χωρίς τέτοια θεραπεία» δήλωσε η Dayan.

Πρόσθεσε, όμως, ότι «είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ο απόλυτος αριθμός γυναικών που εμφανίζουν τέτοιες επιπλοκές παραμένει αρκετά μικρός, πράγμα που σημαίνει ότι για τις περισσότερες γυναίκες που δεν μπορούν να συλλάβουν με φυσιολογικό τρόπο, η θεραπεία υπογονιμότητας είναι μια πολύ ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος για να μείνουν έγκυες και να αποκτήσουν παιδί».

Η μελέτη βρήκε ότι οι σοβαρές μητρικές παρενέργειες κατά την κύηση ήταν, κατά μέσο όρο, 30,8 για κάθε 1.000 τοκετούς έπειτα από θεραπεία υπογονιμότητας, ενώ για τους φυσιολογικούς τοκετούς ήταν 22,2 ανά 1.000. Ο κίνδυνος ήταν αυξημένος στις περιπτώσεις εξωσωματικής γονιμοποίησης, αλλά όχι άλλων μορφών θεραπείας υπογονιμότητας.

Η έρευνα επιβεβαίωσε ευρήματα προηγούμενων μελετών ότι η μεγάλη ηλικία της εγκύου (άνω των 40 ετών), καθώς και η κυοφορία διδύμων ή τριδύμων, αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών.

Η θεραπεία υπογονιμότητας συνήθως γίνεται σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, ενώ αυξάνει επίσης την πιθανότητα η γυναίκα να κυοφορήσει περισσότερα από ένα έμβρυα. Τα τελευταία χρόνια οι κλινικές γονιμότητας επιλέγουν συνήθως να εμφυτεύουν ένα μόνο γονιμοποιημένο έμβρυο στη μήτρα, ώστε να αποφευχθούν οι κίνδυνοι της πολλαπλής εγκυμοσύνης.

Πηγές: 1. Infertility treatment and risk of severe maternal morbidity: a propensity score–matched cohort study.

Δείτε επίσης