Γράφει ο Γιάννης Γουδέβενος, ομότιμος καθηγητής Καρδιολογίας Ιατρικής Σχολής Ιωαννίνων, Πρόεδρος ΕΚΕ
Τα τελευταία χρόνια o κλινικός καρδιολόγος που ασχολείται με την καρδιακή ανεπάρκεια χρειάζεται να γνωρίζει όχι μόνο τη φαρμακευτική θεραπεία του συνδρόμου αλλά πρέπει να έχει βαθιά γνώση των αρρυθμιών, της εντατικής καρδιολογίας, απεικόνισης, των συσκευών και της ανοσολογίας.
Το εύρος της αντιμετώπισης κυμαίνεται από τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής μέχρι τη τοποθέτηση μηχανικών συσκευών υποβοήθησης και της μεταμόσχευσης καρδιάς.
Η καρδιακή ανεπάρκεια χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της καρδιάς να ικανοποιήσει αποτελεσματικά τις ανάγκες του οργανισμού σε αίμα και οξυγόνο με αποτέλεσμα την κατακράτηση υγρών στους πνεύμονες και άλλους ιστούς του σώματος.
Συμπτώματα
Τα πιο συχνά συμπτώματα της καρδιακή ανεπάρκειας είναι:
- Το λαχάνιασμα ή η δύσπνοια (δεν φτάνει ο αέρας) στη μικρή σχετικά προσπάθεια (π.χ. περπάτημα, καθημερινές δουλειές) ή ακόμα και στην ηρεμία (κύρια όταν ξαπλώνει)
- Η εύκολη κούραση, αδυναμία, δυσκολία συχνά και στις απλές καθημερινές δραστηριότητες και
- Το οίδημα στα πόδια αλλά και στην κοιλιά.
Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί ουσιαστικά την τελική κατάληξη όλων των καρδιακών παθήσεων. Η πιο συχνή αιτία είναι η στεφανιαία νόσος – υπολογίζεται ότι σε 7 από τους 10 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, αυτή οφείλεται σε ένα ή περισσότερα εμφράγματα του μυοκαρδίου.
Άλλες αιτίες είναι δομικές παθήσεις της καρδιάς όπως οι βαλβιδοπάθειες και οι μυοκαρδιοπάθειες, αλλά και οι λοιμώξεις του μυοκαρδίου, καθώς και η χρόνια αρρύθμιστη αρτηριακή υπέρταση.
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή διαταραχή που συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα θανάτου, έντονα συμπτώματα, κακή υγεία και κακή ποιότητα ζωής. Τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα συχνές νοσηλείες στο νοσοκομείο, που αποτελούν πολύ μεγάλο πρόβλημα για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, καθώς και μεγάλη οικονομική επιβάρυνση για όλα τα συστήματα υγείας.
Παλιότερα, οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια ζούσαν κατά μέσο όρο λιγότερο από 5 χρόνια μετά τη διάγνωση. Σήμερα, χάρη στις προσπάθειες για πρώιμη διάγνωση, τη στενή παρακολούθηση, την ενημέρωση και εκπαίδευση των ασθενών, τις εξελίξεις στη φαρμακευτική και άλλη θεραπεία, οι ασθενείς που διαγιγνώσκονται με καρδιακή ανεπάρκεια καταφέρνουν και απολαμβάνουν πολύ περισσότερα χρόνια ζωής. Όλα αυτά καταδεικνύουν πόσο σημαντικό είναι ο ασθενής να παραπεμφθεί γρήγορα σε καρδιολόγο ώστε να γίνει έγκαιρα η διάγνωση της πάθησης.
Στην Ελλάδα, καταγράφονται κάθε χρόνο περισσότερα από 20.000 νέα περιστατικά στεφανιαίας νόσου, ενώ 1 στους 3 ενήλικες πάσχει από υπέρταση, εκ των οποίων μόλις οι μισοί λαμβάνουν αγωγή. Από αυτά και μόνο τα δεδομένα, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το πρόβλημα της καρδιακής ανεπάρκειας στη χώρα μας, αν και δεν έχει καταγραφεί συστηματικά, είναι πολύ μεγάλο.
Στη χώρα μας, οι πάσχοντες από καρδιακή ανεπάρκεια εκτιμώνται σε 200.000, ενώ περισσότερα από 500 νοσοκομειακά κρεβάτια είναι μόνιμα κατειλημμένα από αυτούς τους ασθενείς. Όπως και σε όλο τον κόσμο υπολογίζεται ότι οι νοσηλείες λόγω καρδιακής ανεπάρκειας απορροφούν το 2% των συνολικών δαπανών για την υγεία.
Η αντιμετώπιση δίνει έμφαση στη διαχείριση των ασθενών πριν και αμέσως μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, μιας και αυτή είναι η πιο ευαίσθητη περίοδος για την επιβίωση και την ποιότητα ζωής των ασθενών με κύριο στόχο τη μείωση των επανανοσηλειών.
Η ευαισθητοποίση του κόσμου για αύξηση των δωρητών καρδιάς αποτελεί τη μεγαλύτερη ευχή για να σταματήσει το φαινόμενο να πεθαίνουν συνάνθρωποί μας στις λίστες αναμονής.