Women’s Health Initiative: Υπάρχουν οφέλη από μια διατροφή χαμηλών λιπαρών;

Ο ρόλος των λιπαρών και των άλλων μακροθρεπτικών συστατικών στην υγεία συζητούνται εδώ και δεκαετίες. Τώρα παρέχεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των μακροπρόθεσμων αποτελεσμάτων μιας σημαντικής μελέτης, της Women’s Health Initiative. Μια ομάδα ερευνητών από το το Κέντρο Έρευνας Καρκίνου του Fred Hutchinson εντόπισε ορισμένα οφέλη για την υγεία των γυναικών, σε διάρκεια 20ετίας, από μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών.

Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο Journal of Nutrition, διαπίστωσαν ότι μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά σχετίζεται με μείωση  του θανάτου από εμφάνιση καρκίνου του μαστού, επιβραδύνοντας την πρόοδο του διαβήτη. Δεν βρέθηκε ωστόσο διαφορά στους συνολικούς θανάτους, κάτι που προβληματίζει.

Ο Δρ. Ross Prentice, μέλος των προγραμμάτων πρόληψης του καρκίνου και βιοστατιστικής στο Fred Hutch και οι συνάδελφοί του ξεκίνησαν τη μελέτη Women’s Health Initiative Dietary Modification (DM) trial το διάστημα 1993-1998 περιλαμβάνοντας 48.835 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες από πολλές περιοχές των ΗΠΑ για να εξετάσουν εάν μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά  μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού και του παχέος εντέρου καθώς και τη στεφανιαία νόσο.

Η Women’s Health Initiative υποκινήθηκε ουσιαστικά από πειράματα σε ζώα που έδειξαν ότι τα χαμηλά λιπαρά μειώνουν τον καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου. Ωστόσο, δεν υπήρχαν αξιόπιστες μελέτες στον άνθρωπο καθώς βασίζονταν σε αυτοαναφερόμενα στοιχεία.

Το 40% των γυναικών κατανεμήθηκε τυχαία σε μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά η οποία περιελάμβανε στόχους αύξησης της πρόσληψης λαχανικών, φρούτων και σπόρων, ενώ το 60% συνέχισε να διατρέφεται χωρίς αλλαγές. Στην ομάδα παρέμβασης, αρχικά οι γυναίκες λάμβαναν κατά μέσο όρο, το 32% των θερμίδων τους από το λίπος και συμβουλεύτηκαν να το μειώσουν στο 20% αυξάνοντας τους “καλούς” υδατάνθρακες, δηλαδή τα φρούτα, τα λαχανικά και τα όσπρια.

Ένα έτος μετά μετά την τυχαιοποίηση, η ομάδα παρέμβασης λάμβανε το 24% θερμίδων από το λίπος (35% στην άλλη ομάδα), το 58% των θερμίδων από υδατάνθρακες (48% στην άλλη ομάδα) και το 18% των θερμίδων από πρωτεΐνες (17% στην άλλη ομάδα). Η ημερήσια κατανάλωση θερμίδων ήταν 1.520 ± 515 στην ομάδα παρέμβασης και 1.612 ± 603 στην ομάδα ελέγχου.

Μετά από σχεδόν εννέα χρόνια διαιτητικής αλλαγής, οι ερευνητές δεν βρήκαν ότι η διατροφή με τα χαμηλότερα λιπαρά επηρέασε σημαντικά τα αποτελέσματα των παθήσεων, κάτι που προκάλεσε αίσθηση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ωστόσο, μετά από μακροπρόθεσμη παρακολούθηση σχεδόν 20 ετών, οι ερευνητές βρήκαν ορισμένα οφέλη.

Παρόλο που τα συνολικά ποσοστά θνησιμότητας δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων, για την ομάδα παρέμβασης καταγράφηκαν τα εξής:

  • Μείωση κατά 35% των θανάτων από καρκίνο του μαστού την περίοδο της παρέμβασης και 15% για το σύνολο της παρακολούθησης.
  • Μείωση κατά 25% του εξαρτώμενου από την ινσουλίνη διαβήτη την περίοδο της παρέμβασης και 15% για το σύνολο της παρακολούθησης.
  • Στην ομάδα παρέμβασης (19.541 άτομα) καταγράφηκαν 2.854 θάνατοι, ήτοι το 14,6% ήταν ενώ στην ομάδα ελέγχου (29.294 άτομα) καταγράφηκαν 4.409 θάνατοι, ήτοι το 15,0%.

«Η WHI’s Dietary Modification Trial παρείχε στις γυναίκες συμβουλές για τη διατροφή και την πρόληψη των ασθενειών για μερικά χρόνια», δήλωσε ο Prentice. «Τα τελευταία αποτελέσματα υποστηρίζουν το ρόλο της διατροφής στη γενική υγεία και δείχνουν ότι οι δίαιτες χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, πλούσιες σε φρούτα, λαχανικά και σπόρους έχουν οφέλη χωρίς παρατηρούμενες δυσμενείς επιπτώσεις».

Οι ερευνητές της WHI σχεδίασαν τη μελέτη ως μια μακροπρόθεσμη, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη κλινική δοκιμή για τον περιορισμό της μεροληψίας και την εξακρίβωση αιτιακών συμπερασμάτων. Οι συμμετέχουσες πραγματοποίησαν σκόπιμες διαιτητικές αλλαγές που διδάχθηκαν από εκπαιδευμένους διατροφολόγους κατά το πρώτο έτος και ενισχύθηκαν σε τριμηνιαία βάση για σχεδόν μια δεκαετία.

Σχετικά με τις πιθανές αλλαγές που μπορεί να βοηθήσουν στην εξήγηση των αποτελεσμάτων, οι συμμετέχουσες στην ομάδα παρέμβασης εμφάνισαν μείωση στην οιστραδιόλη στο αίμα τους, αύξηση της σφαιρίνης που δεσμεύει την ορμόνη του φύλου, κάτι που έχει παρατηρηθεί και σε άλλες δοκιμές παρέμβασης. Αυτό  μπορεί να σχετίζεται με τα αποτελέσματα του καρκίνου του μαστού. Παρατηρήθηκαν επίσης μικρές αλλά ευνοϊκές μεταβολές στην αρτηριακή πίεση, την χοληστερόλη LDL, την ινσουλίνη, τη γλυκόζη, και στη βαθμολογία του μεταβολικού συνδρόμου.

Ο προβληματικός με τη μελέτη είναι ότι το ποσοστό των συνολικών θανάτων στις δύο ομάδες ήταν περίπου ίδιος.

Πηγή: Low-Fat Dietary Pattern among Postmenopausal Women Influences Long-Term Cancer, Cardiovascular Disease, and Diabetes Outcomes.

Δείτε επίσης