To πρωτότυπο κείμενο έχει γραφτεί από τρεις Βρετανούς ειδικούς, τον Claas Kirchhelle (University of Oxford), τον Adam Roberts (Liverpool School of Tropical Medicine) και τον Andrew Singer (Centre for Ecology & Hydrology). Πηγή: The Conversation.
Τα αντιβιοτικά είναι από τα πιο σημαντικά φάρμακα που δημιούργησε η ανθρωπότητα αλλά τώρα η προστασία τους έχει αρχίσει να εξαντλείται και απαιτείται αποφασιστική δράση. Το πρόβλημα έχει πολλές διαστάσεις περιλαμβάνοντας την επανεξέταση της εμπιστοσύνης προς τις ιδιωτικές εταιρείες και την καθιέρωση της δημόσιας ιδιοκτησίας για το κρίσιμο τμήμα της παραγωγής νέων αντιβιοτικών, δηλαδή την έρευνα και την ανάπτυξη.
Από τη δεκαετία του 1930, τα αντιβιοτικά έχουν μεταμορφώσει τον τρόπο που θεραπεύονται οι ασθένειες, από τη σύφιλη μέχρι τον τύφο. Έχουν προστατεύσει άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως εκείνα που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία ή από απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις. Έχουν επίσης ενεργοποιήσει όλο και πιο σύνθετες μορφές χειρουργικής επέμβασης και μεταμόσχευσης οργάνων. Και διευκόλυναν την εκβιομηχάνιση της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων. Τα αντιβιοτικά είναι τόσο σημαντικά όπως το να χτίζονται βασικές κρατικές υποδομές π.χ. νοσοκομεία.
Αλλά αυτή η υποδομή κινδυνεύει. Μετά από δεκαετίες αυξανόμενης χρήσης, τα υπάρχοντα αντιβιοτικά έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αποτελεσματικότητάς τους. Ο λόγος είναι απλός: η φυσική επιλογή. Κάθε χρήση αντιβιοτικού εξαφανίζει τα πιο ευάλωτα βακτήρια αλλά αφήνει εν ζωή κάποια που είναι πιο ανθεκτικά. Τα τελευταία πολλαπλασιάζονται μεταβιβάζοντας τα γονίδια ανθεκτικότητας στους απογόνους τους και συχνά σε άλλα μη συγγενή βακτήρια. Αυτή η διαδικασία στη διάρκεια του χρόνου μεταμορφώνει τα βακτήρια σε άλλα είδη, ήτοι νέα στελέχη που είναι πολυανθεκτικά στα φάρμακα. Ήταν λοιπόν επόμενο, τα τελευταία 80 χρόνια, η χρήση αντιβιοτικών από τον άνθρωπο να δημιουργήσει μικροβιακούς πληθυσμούς που δεν σκοτώνονται πλέον με τα υπάρχοντα αντιβιοτικά.
Η ανθρωπότητα δεν κατάφερε να αναπτύξει αντιβιοτικά που να συμβαδίζουν με την εξέλιξη μικροβίων. Μετά τη χρυσή εποχή καινοτομίας μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και 1970, η δεκαετία του 1980 είδε τις παγκόσμιες επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη των αντιβιοτικών να γίνονται όλο και πιο δύσκολες. Ο λόγος για αυτό ήταν η έλλειψη κέρδους από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Παρά τις επαναλαμβανόμενες δημόσιες προειδοποιήσεις, ο ιδιωτικός τομέας δεν επιθυμούσε να επενδύσει σε φάρμακα που θα είχαν μικρή διάρκεια ζωής εξαιτίας της μικροβιακής αντοχής. Αντί αυτού, η επένδυση σε φάρμακα κατά του καρκίνου ή κατά των καρδιοπαθειών όπως είναι οι στατίνες, θεωρήθηκε ότι θα είχε μεγαλύτερες περιόδους θεραπείας και θα ήταν πιο προσοδοφόρα. Έτσι η παραγωγή νέων αντιβιοτικών στέρεψε.
Έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που μια νέα κατηγορία αντιβιοτικών εισήλθε στην αγορά έχοντας νέο τρόπο αντιβακτηριακής δράσης. Φυσικά σ’ αυτό το διάστημα, τα βακτήρια έχουν βελτιώσει την άμυνά τους. Μέχρι το 2016, μια σημαντική μελέτη που ανατέθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση προέβλεψε 10 εκατομμύρια θανάτους ετησίως εξαιτίας της ανθεκτικότητας των μικροβίων στα αντιβιοτικά έως το 2050, αν δεν αναληφθεί δράση, και παρότρυνε τόσο την παγκόσμια κοινότητα, όσο και ιδιωτικές εταιρείες να επενδύσουν σε νέα έρευνα για τα αντιβιοτικά.
Τα τελευταία χρόνια, στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, έχει υπάρξει σημαντική δημόσια χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, με εκτεταμένες επιδοτούμενες έρευνες και κλινικές δοκιμές, καθώς και κίνητρα, όπως ανταμοιβές εισόδου στην αγορά, ταχύτερη χορήγηση αδειών, αναθεωρημένες τιμές για νέα αντιβιοτικά. Παρ ‘όλα αυτά, δεν προέκυψε κάποια νέα κατηγορία αντιβιοτικών. Ακόμη χειρότερα, η εισροή δημόσιου χρήματος άνω των 520 εκατομμυρίων βρετανικών λιρών από το 2016 δεν εμπόδισε τη βιομηχανία από περαιτέρω ανάθεση συμβάσεων. Μεταξύ του 2016 και του 2019, μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες όπως η Sanofi, η Novartis και η AstraZeneca, μετέφεραν τα τμήματα ανάπτυξης των αντιβιοτικών τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο καλά χρηματοδοτούμενων τμημάτων βιομηχανικής έρευνας και παγκόσμια απώλεια ανθρώπινου κεφαλαίου στην έρευνα και ανάπτυξη αντιβιοτικών. Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανασκόπηση, υπάρχει τώρα “έλλειψη ειδικών για να οδηγήσουν ερευνητικά προγράμματα που χρησιμοποιούν ελπιδοφόρες νέες μεθόδους ανίχνευσης αντιβιοτικών”.
Παρόλο που οι διεθνείς μη κερδοσκοπικές οργανώσεις κινητοποιούν περαιτέρω δημόσιο χρήμα για να επιδοτηθεί η κερδοσκοπική πρωτοβουλία, είναι αμφίβολο αν αυτό το πρότυπο δημόσιου-ιδιωτικού τομέα θα αποφέρει καρπούς. Μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες ανεπάρκειας της αγοράς και ενόψει μιας κρίσιμης συρρίκνωσης της εναπομένουσας δραστηριότητας της βιομηχανίας, θα πρέπει να διερευνηθούν επειγόντως εναλλακτικές λύσεις πέραν της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Η αγορά είναι ήδη διασπασμένη. Ουσιαστικά, ο δημόσιος τομέας -δηλαδή οι πολίτες μέσω της φορολογίας- είναι αυτός που χρηματοδοτεί τις φάσεις υψηλού κινδύνου για την ανακάλυψη φαρμάκων και τις δοκιμές από πανεπιστημιακούς ερευνητές και ιδιωτικές εταιρείες, αλλά δεν κατέχει κανενός είδους πνευματική ιδιοκτησία. Ίσως λοιπόν ήρθε ο καιρός να εφαρμοστούν οι πολιτικές των δημοσίων αγαθών και της κρατικής ιδιοκτησίας στην έρευνα, την ανάπτυξη και την παραγωγή αντιβιοτικών.
Η δημόσια ιδιοκτησία στην έρευνα και ανάπτυξη των αντιβιοτικών φαίνεται ριζοσπαστική ιδέα αλλά δεν είναι και τόσο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, η συμμαχική έρευνα για την πενικιλίνη -το πιο γνωστό αντιβιοτικό- χρηματοδοτήθηκε με δημόσιο χρήμα, οργανώθηκε από το δημόσιο και ανήκε στο δημόσιο. Αυτός είναι ο λόγος που η αρχική πενικιλίνη δεν κατοχυρώθηκε ποτέ με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Άλλες ιατρικές θεραπείες στις οποίες βασιζόμαστε σήμερα οφείλονται επίσης σε δημόσια χρηματοδότηση και ιδιοκτησία. Το μη κερδοσκοπικό και ανεξάρτητο Ινστιτούτο Pasteur, το οποίο ιδρύθηκε το 1887, ανέπτυξε σημαντικά εμβόλια και αρχικά χρηματοδοτήθηκε από ένα ταμείο δωρεών και μαζικών συνδρομών από το κοινό, καθώς και συνεισφορές από το γαλλικό κράτος. Τα οικονομικά του Ινστιτούτου Pasteur ενισχύθηκαν από ερευνητές που προσέφεραν τα δικαιώματα τους στο Ινστιτούτο. Επίσης, τα δημόσια ινστιτούτα εμβολίων εξελίχθηκαν στη Γερμανία και σε άλλες χώρες, συχνά χρηματοδοτούμενα από το κράτος.
Τα παραδείγματα δημόσιας έρευνας και ανάπτυξης δεν περιορίζονται στα εμβόλια και την πενικιλλίνη. Για πολύ καιρό, ο στρατός των ΗΠΑ τέσταρε υποσχόμενα φάρμακα κατά της ελονοσίας. Το 2018, στις ΗΠΑ, οι μεγάλοι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης αντέδρασαν στις υψηλές τιμές των φαρμάκων της ιδιωτική αγοράς ιδρύοντας τον οργανισμό Civica-Rx για να παράγουν και να παρέχουν σημαντικά φάρμακα, όπως τα αντιβιοτικά, σε χαμηλό κόστος.
Όπως προκύπτει, η κρατική ιδιοκτησία της διεθνούς έρευνας και ανάπτυξης των αντιβιοτικών θα μπορούσε να αποτελέσει μια αποτελεσματική απάντηση στην παγκόσμια έκτακτη ανάγκη της μικροβιακής αντοχής. Όπως προτάθηκε πρόσφατα από τον οικονομολόγο Λόρδο Jim O’Neill, μια γρήγορη διέξοδος από την τρέχουσα κρίση θα μπορούσε να είναι η εξαγορά του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης της φαρμακοβιομηχανίας – συμπεριλαμβανομένων των σχετικών εμπειρογνωμόνων και των κατοχυρωμένων με δίπλωμα ευρεσιτεχνιών. Τα εκτιμώμενα 5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ που θα χρειαστούν για να αποκτηθεί ο έλεγχος αυτού του ζωτικού παγκόσμιου πόρου είναι πολύ λίγα μπροστά τα 400 δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν για τη διάσωση αμερικανικών τραπεζών και άλλων δανειστών το 2008.
Κι επειδή είναι σαφές ότι καμία χώρα δεν μπορεί να επιλύσει μόνη της την ιδιωτική αποτυχία, η καλύτερη πρόταση θα ήταν να δημιουργηθεί ένα διεθνές ινστιτούτο για την έρευνα και ανάπτυξη αντιβιοτικών χρηματοδοτούμενο από τα κράτη. Οι χώρες-μέλη θα καταβάλλουν εισφορές ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες και το αντάλλαγμα θα είναι η πρόσβαση σε προσιτά και υψηλής ποιότητας φάρμακα τα οποία τώρα βρίσκονται σε έλλειψη. Με πολλούς τρόπους, η δημόσια έρευνα σχετικά με τα αντιβιοτικά θα μπορούσε να είναι μια παγκόσμια νίκη. Ο κόσμος δεν έχει τίποτα να χάσει από λύσεις που δεν περιλαμβάνουν τον ιδιωτικό τομέα.