Οι έγκυες γυναίκες που έχουν διαγνωστεί με διαβήτη και έχουν αυξημένα επίπεδα σακχάρου νηστείας είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν επιπλοκές από όσες έχουν μόνο αυξημένα επίπεδα γλυκόζης μετά το γεύμα, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Diabetic Medicine από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα.
“Οι γυναίκες που είχαν αυξημένη γλυκόζη νηστείας, αφού ελήφθησαν υπόψη άλλοι παράγοντες υγείας, είχαν σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να έχουν μεγάλο μωρό από τις γυναίκες που είχαν φυσιολογικά επίπεδα γλυκόζης νηστείας αλλά αυξημένα επίπεδα μεταγευματικής γλυκόζης”, δήλωσε η καθηγήτρια καρδιολογίας Padma Kaul.
Οι γυναίκες με υψηλά επίπεδα σακχάρου νηστείας στο αίμα τους βρέθηκαν να έχουν 1,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους ενώ είχαν υψηλότερη πιθανότητα να χρειαστούν καισαρική τομή ή να είχαν πρόωρο τοκετό.
Η Kaul είπε ότι τα μεγάλα μωρά κινδυνεύουν από επιπλοκές κατά τη γέννηση και από παχυσαρκία αργότερα στη ζωή τους. Επίσης, η υψηλή αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να ασκήσει επιπλέον στρες στην καρδιά και στα νεφρά της μητέρας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα αρνητικά αποτελέσματα για τις γυναίκες με υψηλό σάκχαρα νηστείας εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και όταν οι γυναίκες λαμβάνουν θεραπείες φαρμάκων για διαβήτη όπως ινσουλίνη ή μετφορμίνη.
“Γιατί οι γυναίκες που έχουν υψηλή γλυκόζη νηστείας ανταποκρίνονται λιγότερο στη θεραπεία είναι ένα πολύ σημαντικό ερώτημα”, δήλωσε η Kaul. “Μπορεί αυτό να υποδεικνύει κάποιον άλλο μηχανισμό που απαιτεί περαιτέρω μελέτη”.
Η Kaul είπε ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί εάν η πιο έγκαιρη ή η πιο επιθετική θεραπεία για το διαβήτη στις γυναίκες με υψηλά επίπεδα γλυκόζης νηστείας θα μπορούσε να μειώσει ή να αποτρέψει τα αρνητικά αποτελέσματα.
Οι ερευνητές εξέτασαν τα ιατρικά αρχεία για πάνω από 250.000 εγκυμοσύνες στην Αλμπέρτα μεταξύ 2008 και 2014. Σχεδόν 13.000 από τις μητέρες διαγνώστηκαν με διαβήτη κύησης. Από αυτές, περίπου 4.000 είχαν αυξημένα επίπεδα σακχάρου νηστείας (πάνω από 5,3 mmol/L δηλαδή πάνω από 95 mg/dl), ενώ οι άλλες είχαν μεν φυσιολογικό σάκχαρο νηστείας αλλά αυξημένα επίπεδα σακχάρου ύστερα από δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από του στόματος.
Η δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη (καμπύλη σακχάρου) είναι μια εξέταση κατά την οποία καταναλώνεται μια ποσότητα γλυκόζης, συνήθως 50 ή 75 γραμμαρίων, και ακολούθως γίνονται μετρήσεις ώστε να διαπιστωθούν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Η καμπύλη σακχάρου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διάγνωση του προδιαβήτη, του διαβήτη και του διαβήτη κύησης.
Η Kaul εξήγησε ότι σχεδόν όλες οι έγκυες γυναίκες στην Αλμπέρτα υποβάλλονται σε μια διαδικασία δύο σταδίων για διαβήτη κύησης. Η πρώτη δοκιμή, η οποία διεξάγεται μεταξύ 20 και 24 εβδομάδων εγκυμοσύνης, είναι μια 50 γραμμαρίων δοκιμασία ανοχής γλυκόζης από το στόμα, που λαμβάνεται οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Αν το σάκχαρο του αίματος της γυναίκας είναι υψηλότερο από 7,8 mmol/L (πάνω από 140 mg/dl) μία ώρα αργότερα, γίνεται ένα δεύτερο τεστ αίματος μετά από 12 ώρες νηστείας, συνήθως το πρωί, και στη συνέχεια λήψη 75 γραμμαρίων γλυκόζης και περισσότερα τεστ αίματος μία και δύο ώρες αργότερα.
Το 15% των εγκύων γυναικών στην Αλμπέρτα λαμβάνει τη δεύτερη δοκιμασία και από αυτές το ένα τρίτο διαγιγνώσκεται με διαβήτη κύησης. Καθώς η τάσεις είναι οι γυναίκες να κάνουν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία και να έχουν μεγαλύτερο βάρος κατά την εγκυμοσύνη σε σχέση με το παρελθόν, τα ποσοστά διαβήτη κύησης αυξάνονται.