Μονοκλωνικά αντισώματα και θεραπεία της ημικρανίας

Γράφει ο Δρ. Μιχαήλ Βικελής, Νευρολόγος, MSc in Headache Medicine, PhD, Επιστημονικός Σύμβουλος του Συλλόγου Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδος (το κείμενο είναι προσαρμογή από το άρθρο Νέα φάρμακα για την ημικρανία: Μονοκλωνικά αντισώματα και από το σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο “Ημικρανία και άλλες Κεφαλαλγίες” έκδοση του Συλλόγου Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδος, Αθήνα, 2021). 

Η ανάγκη για μείωση της συχνότητας, της διάρκειας και της έντασης των κρίσεων ημικρανίας, αλλά και της συχνότητας λήψης αναλγητικών φαρμάκων, οδηγεί συχνά στην επιλογή χρήσης μιας προφυλακτικής θεραπείας.

Ωστόσο οι διαθέσιμες φαρμακευτικές επιλογές έχουν αναμφισβήτητα διάφορα μειονεκτήματα. Καταρχάς, δεν είναι εξειδικευμένες θεραπείες για την ημικρανία, αλλά είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνταν σε άλλες ενδείξεις, όπως η επιληψία, ο ίλιγγος και η κατάθλιψη και που στην πορεία παρατηρήθηκε πως έχουν αποτέλεσμα και στην ημικρανία. Παρά την τεκμηριωμένη αποτελεσματικότητα και την μεγάλη εμπειρία, σε μια μερίδα ημικρανικών ασθενών υπάρχει επιφύλαξη για τη χρήση φαρμάκων που έχουν και άλλες ενδείξεις. Επιπροσθέτως, το ενδεχόμενο των παρενεργειών, κάνει ορισμένους ασθενείς ακόμη πιο επιφυλακτικούς ή και πλήρως αρνητικούς στη χρήση τους, ενώ και αρκετοί ασθενείς που χρησιμοποίησαν κάποια στιγμή τέτοια φάρμακα αναφέρουν πως τα διέκοψαν λόγω κάποιας παρενέργειας.

Επιπροσθέτως, οι κλασικές φαρμακευτικές θεραπείες δεν είναι αποτελεσματικές σε όλες τις περιπτώσεις -περίπου το 50% όσων τις δοκιμάζουν έχουν σημαντική βελτίωση.

Τέλος, σε περιπτώσεις μακροπρόθεσμης θεραπείας, που συχνά χρειάζεται, η θεραπεία με χάπια συχνά έχει πρακτικές δυσκολίες, καθώς πολλοί ασθενείς δεν τα λαμβάνουν με συνέπεια ή και σταδιακά τα διακόπτουν.

Τα διεθνή στατιστικά στοιχεία δείχνουν πως για όλους τους παραπάνω λόγους, μόνο περίπου 1 στους 10 ασθενείς που ξεκινά μια φαρμακευτική αγωγή για την ημικρανία τη συνεχίζει μετά από διάστημα ενός έτους.

Το θεραπευτικό αυτό κενό καλύπτεται από μια νέα γενιά αντιημικρανικών φαρμάκων. Τα νέα αυτά φάρμακα δημιουργήθηκαν μετά την ανακάλυψη ότι ένα νευροπεπτιδίου του εγκεφάλου που ονομάζεται CGRP είναι κομβικό στη δημιουργία κρίσεων ημικρανίας. Έτσι, δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας μονοκλωνικά αντισώματα που εξουδετερώνουν το CGRP ή τον υποδοχέα του.

Τα μονοκλωνικά αντισώματα στην ημικρανία χορηγούνται με τη μορφή υποδόριας ένεσης μια φορά το μήνα ή το τρίμηνο, γεγονός που καθιστά τη λήψη εύκολη και συνεπή και, με βάση τα μέχρι τώρα στοιχεία, έχουν μικρό ποσοστό εμφάνισης παρενεργειών. Μάλιστα, η απόλυτα εξειδικευμένη τους δράση, η οποία σε αντίθεση με άλλα μονοκλωνικά αντισώματα που κυκλοφορούν για άλλες παθήσεις δεν αφορά στο ανοσοποιητικό, οδήγησε στο ότι οι παρενέργειες που εμφανίστηκαν είναι συνήθως όχι σοβαρές, κάτι πολύ σημαντικό όταν η θεραπεία αφορά μία πάθηση όπως η ημικρανία.

Το πρώτο από τα μονοκλωνικά αντισώματα κατά της ημικρανίας εγκρίθηκε στις ΗΠΑ τον Μάιο του 2018 και ακολούθησαν άλλα δύο με έγκριση και στις ΗΠΑ, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και σε άλλες χώρες, όπως Ελβετία και Αυστραλία, καθώς και ένα τρίτο που ακολουθεί και αυτό την ίδια πορεία.

Το πρώτο φάρμακο της κατηγορίας χρονικά, είναι το μονοκλωνικό αντίσωμα erenumab. Μάλιστα, οι κλινικές μελέτες του πρώτου φαρμάκου διεξήχθησαν και στην Ελλάδα και έτσι, με το συγκεκριμένο φάρμακο, υπάρχει εμπειρία σε εξειδικευμένα κέντρα στη χώρα μας από τις αρχές του 2016. Στις κλινικές μελέτες σε χρόνια και επεισοδιακή ημικρανία, η χρήση του erenumab είχε ως αποτέλεσμα σημαντική μείωση στη συχνότητα της ημικρανίας, αλλά και στη χρήση αναλγητικών. Επιπροσθέτως, μια ειδική μελέτη που επίσης διεξήχθη και στη χώρα μας, σε ασθενείς που δύο ως τέσσερεις προηγούμενες κλασικές προφυλακτικές θεραπείες είχαν αποτύχει, έδειξε ότι οι όσοι έλαβαν erenumab είχαν σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να μειώσουν τις ημικρανίες τους κατά το ήμισυ σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Στις κλινικές μελέτες, οι πιο συχνές παρενέργειες ήταν οι αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης. Το erenumab χορηγείται μία φορά το μήνα, σε δόση 70 mg ή 140 mg με ειδική και εύκολη στην χρήση συσκευή που μπορεί να χρησιμοποιήσει και μόνος του ο ασθενής.

Η κυκλοφορία του erenumab στην Ελλάδα ξεκίνησε στις αρχές του 2019. Το δεύτερο μονοκλωνικό αντίσωμα, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2020 είναι το μονοκλωνικό αντίσωμα fremanezumab, που χορηγείται ή κάθε μήνα ή κάθε τρίμηνο. Το τρίτο μονοκλωνικό αντίσωμα είναι galcanezumab, που χορηγείται μία φορά το μήνα.

Δείτε επίσης