Η λήψη αντικαταθλιπτικών μπορεί ενδεχομένως να μη βοηθά μόνο στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης αλλά να καθιστά τον ασθενή περισσότερο εξωστρεφή και λιγότερο νευρωτικό, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η εξωστρέφεια, που συνδέεται με θετικά συναισθήματα, εκτιμάται ότι βοηθά στην προστασία από την κατάθλιψη, ενώ ο νευρωτισμός, η τάση να νιώθει κάποιος αρνητικά συναισθήματα και να εμφανίζει συναισθηματική αστάθεια, εκτιμάται πως συμβάλλει στην κατάθλιψη.
Το να γίνει κάποιος περισσότερο εξωστρεφής και λιγότερο νευρωτικός μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει στην πρόληψη της υποτροπής της κατάθλιψης, ανακοίνωσε ο επικεφαλής της έρευνας, Tony Tang, του Πανεπιστημίου Northwestern στο Evanston.
Ο Tang δήλωσε ότι η προσωπικότητα των ανθρώπων αλλάζει- και μάλιστα αρκετά- όταν ακολουθούν θεραπευτικές αγωγές για την κατάθλιψη. Κατά το παρελθόν, συνέχισε, οι ειδικοί είχαν την τάση να παραβλέπουν τις αλλαγές στην προσωπικότητα, ως παρενέργεια ή κάτι που δεν ήταν σημαντικό. Ωστόσο, η νέα έρευνα υποδεικνύει ότι είναι πολύ σημαντικό όσον αφορά το αποτέλεσμα της αγωγής.
Η εξωστρέφεια και ο νευρωτισμός συνδέονται με το σύστημα της σεροτονίνης, το κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου που βοηθά στη ρύθμιση της διάθεσης, του ύπνου και της όρεξης.
Οι συμμετέχοντες έλαβαν παροξετίνη, που ανήκει στους Επιλεκτικούς Αναστολείς Επαναπρόσληψης της Σεροτονίνης.
Οι ερευνητές χώρισαν 240 ενήλικες με σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή σε 3 ομάδες. 120 έλαβαν παροξετίνη, 60 υποβλήθηκαν σε ψυχοθεραπεία και 60 έλαβαν εικονικό φάρμακο. Αξιολογήθηκαν οι προσωπικότητες και τα συμπτώματα κατάθλιψης πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία. Όλες οι ομάδες εμφάνισαν βελτίωση στην κατάθλιψη. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες που έλαβαν παροξετίνη, έγιναν λιγότερο νευρωτικοί και περισσότερο εξωστρεφείς σε σχέση με αυτούς που έλαβαν εικονικό φάρμακο ή υποβλήθηκαν σε ψυχοθεραπεία.
Ο Tang δήλωσε ότι δεν επρόκειτο για το ότι οι ασθενείς με κατάθλιψη ξαφνικά έγιναν χαρούμενοι, ανέμελοι και κοινωνικοί. Στις κλίμακες μέτρησης της εξωστρέφειας και του νευρωτισμού τα επίπεδα μετά βίας ήταν στο φυσιολογικό πλαίσιο. Ωστόσο, οι ασθενείς εμφάνισαν βελτίωση από πριν.
Η υποτροπή μετά τη διακοπή της αγωγής ή ακόμα και κατά τη διάρκειά της αποτελεί πρόβλημα για ανθρώπους που πάσχουν από κατάθλιψη. Περίπου τα δυο τρίτα των ασθενών με κατάθλιψη υποτροπιάζουν εντός έτους από τη διακοπή των φαρμάκων, ενώ ποσοστό 45% έως 50% υποτροπιάζουν ακόμα και όταν λαμβάνουν τη φαρμακευτική αγωγή.
Όπως σημειώνει η ερευνητική ομάδα, τα ευρήματα φαίνεται πως υποδεικνύουν ότι ένας από τους πολύ καλούς προγνωστικούς παράγοντες σχετικά με τη μακροπρόθεσμη εικόνα του ασθενούς είναι πόσο αλλάζει η προσωπικότητα λόγω της φαρμακευτικής αγωγής. Για παράδειγμά, η έκταση βελτίωσης του νευρωτισμού προέβλεπε πόσο πιθανό ήταν να υποτροπιάσει κάποιος ένα χρόνο μετά την αγωγή.
Ο Bernard Carroll, του Pacific Behavioral Research Foundation στο Καρμέλ της Καλιφόρνιας, δήλωσε ότι ο ενθουσιασμός για τα αποτελέσματα της έρευνας θα πρέπει να μετριαστεί από το γεγονός ότι η βελτίωση της κατάθλιψης από τη λήψη της παροξετίνης δεν ήταν πολύ καλύτερη σε σχέση με το εικονικό φάρμακο ή την ψυχοθεραπεία.
Όπως δήλωσε ο Carroll, πρώην στέλεχος του FDA, η νέα έρευνα επιβεβαιώνει ότι η παροξετίνη δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό αντικαταθλιπτικό και πως στο συγκεκριμένο δείγμα μετά βίας υπερκέρασε το εικονικό φάρμακο. Πρόσθεσε ότι η παροξετίνη πιο συχνά συνταγογραφείται για αγχώδεις διαταραχές και πως ενδεχομένως για αυτό το λόγο παρατήρησαν οι ερευνητές τις αλλαγές στην προσωπικότητα. Σύμφωνα με τον Carroll, η παροξετίνη δεν θα πρέπει να είναι η πρώτη επιλογή κάποιου για την κατάθλιψη. Ωστόσο είναι λογικό η βελτίωση ορισμένων διαστάσεων της προσωπικότητας να βοηθά την αντίσταση του ασθενούς σε μελλοντική υποτροπή.
Η απόφαση σχετικά με τη λήψη ενός επιλεκτικού αναστολέα επαναπρόσληψης της σεροτονίνης θα πρέπει να σταθμίζει και τις πιθανές παρενέργειες, δήλωσε ο Carroll, αναφέροντας πρόσφατη έρευνα στο περιοδικό ‘British Journal of Psychiatry’ που ανακάλυψε ότι πολλοί άνθρωποι που λαμβάνουν αυτά τα σκευάσματα αναφέρουν άμβλυνση συναισθημάτων, θετικών και αρνητικών. Άλλες παρενέργειες μπορεί να είναι ο πονοκέφαλος, αλλαγές στις συνήθεις ύπνου, ενοχλήσεις στο γαστρεντερικό σύστημα και αλλαγές στη σεξουαλική λειτουργία.
Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύονται στο περιοδικό ‘Archives of General Psychiatry.’