Οι περισσότεροι θάνατοι παιδιών ηλικίας κάτω των δύο ετών παγκοσμίως οφείλονται σε κακοποίηση από τους γονείς τους. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις είναι η πιο συχνή συνέπεια της κακοποίησης των παιδιών. Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου το 68% κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων σε παιδιά μικρότερα των δύο χρόνων, σε όλο τον κόσμο, οφείλονται σε κακοποίηση από τους γονείς. Στην Αγγλία εκτιμάται ότι 1 στα 1000 παιδιά όλων των ηλικιών κακοποιείται σοβαρά, ενώ στις ΗΠΑ, μόνο το 2006 καταγράφηκαν 905.000 περιπτώσεις κακοποίησης ή παραμέλησης παιδιών, όπου το 64,1% αφορούσαν παραμέληση, το 16% σωματική βία, το 8,8% σεξουαλική βία, το 6,6% ψυχολογική βία και το 15,1% άλλες μορφές κακοποίησης.
Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζει η καθηγήτρια παιδιατρικής στο ΑΠΘ, Φανή Αθανασιάδου-Πιπεροπούλου, σε ομιλία της στην 21η Επιστημονική Ημερίδα “Επίκαιρα Θέματα στη Παιδιατρική”, την οποία διοργανώνει αύριο στη Θεσσαλονίκη η Β΄ Παιδιατρική Κλινική του ΑΧΕΠΑ.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε το «Χαμόγελο του Παιδιού», από την 1η Ιανουαρίου έως της 31η Οκτωβρίου του 2010, η Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή SOS 1056 κατέγραψε 383 ανώνυμες και επώνυμες τηλεφωνικές καταγγελίες, που αφορούσαν κακοποίηση ή παραμέληση 770 παιδιών όλων των ηλικιακών ομάδων και των δύο φύλων σε όλη την Ελλάδα.
«Δυστυχώς, στην Ελλάδα τα επιδημιολογικά δεδομένα, σχετικά με το φαινόμενο αυτό, είναι ιδιαίτερα ελλιπή με αποτέλεσμα τα στοιχεία που υπάρχουν μέχρι σήμερα να μην αντανακλούν την πραγματική έκταση του προβλήματος. Επίσης, συγκεκριμένες στάσεις και πεποιθήσεις, σε επίπεδο τοπικής κοινότητας στην Ελλάδα, συνεχίζουν να λειτουργούν διευκολύνοντας την εκδήλωση της κακοποίησης, εφόσον αποδέχονται τη σωματική τιμωρία και ενθαρρύνουν την εμφάνιση ακραίας μορφής βίας στα παιδιά για λόγους πειθαρχίας και σωστής διαπαιδαγώγησης» επισημαίνει η κ Αθανασιάδου-Πιπεροπούλου, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι «το φαινόμενο αυτό είναι υπαρκτό, σοβαρό, αφορά όλους μας και χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης και αντιμετώπισης».
Οι μελέτες που αφορούσαν την εξήγηση του φαινομένου αυτού για πολλά χρόνια εστιάζονταν, κυρίως, στη ψυχοπαθολογία του γονέα και είχε παρατηρηθεί ότι οι γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους χαρακτηρίζονται κυρίως από σοβαρές ψυχικές δυσκολίες (π.χ. πληρούν τα κριτήρια για ψυχιατρικές διαγνώσεις όπως κατάθλιψη, διαταραχή προσωπικότητας και σπανιότερα ψύχωση), έχουν περιορισμένες νοητικές ικανότητες, είναι εθισμένοι σε διάφορες ουσίες (ναρκωτικά, αλκοόλ). Σύμφωνα με την κα Αθανασιάδου -Πιπεροπούλου, στο πλαίσιο της οικογένειας το φαινόμενο αυτό εκδηλώνεται συχνότερα όταν υπάρχουν διαταραγμένες σχέσεις ανάμεσα στους γονείς, π.χ. μονογονεϊκές οικογένειες, μητέρες που δεν στηρίζονται επαρκώς οικονομικά και συναισθηματικά από το σύζυγο.
Τα τελευταία χρόνια, αναφέρει η κα Αθανασιάδου-Πιπεροπούλου, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η σημασία των εξω-οικογενειακών παραγόντων. «Είναι γεγονός ότι το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης/παραμέλησης εκδηλώνεται συχνότερα σε οικογένειες χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου» τονίζει. Οι οικονομικές αντιξοότητες όπως π.χ. η ανεργία, η στέρηση υλικών αγαθών και οι περιορισμένες παροχές και πηγές στήριξης (έλλειψη παιδικών σταθμών κλπ) αυξάνουν σημαντικά το στρες και μειώνουν την αντοχή του γονέα στις αναμενόμενες πιέσεις από το παιδί και την ανατροφή του.
«Οι συνέπειες της κακοποίησης/παραμέλησης, που μπορεί να επιφέρουν στο παιδί τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο, είναι ανυπολόγιστες. Έχει παρατηρηθεί ότι οι επιπτώσεις εξαρτώνται από τη σοβαρότητα της κακοποίησης, την ηλικία του παιδιού (σημαντικότερες οι επιπτώσεις σε μικρότερες ηλικίες) και, τέλος, από τη συχνότητα του φαινομένου, δηλαδή είναι σοβαρότερες οι επιπτώσεις των επαναλαμβανόμενων επεισοδίων κακοποίησης» προσθέτει η κα Αθανασιάδου-Πιπεροπούλου. Παράλληλα επισημαίνει ότι ο ρόλος του παιδιάτρου στη έγκαιρη ανίχνευση του προβλήματος είναι καταλυτικός, διότι το παιδί που κακοποιείται παρουσιάζει κατά την κλινική εξέταση μια σειρά διαγνωστικών χαρακτηριστικών και ευρημάτων, τα οποία συμβάλουν στην αναγνώριση του φαινομένου.
Σύμφωνα με την ίδια, σημαντικότερο όλων είναι να αναπτυχθούν ενέργειες και προγράμματα, που προλαμβάνουν το φαινόμενο της παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης πριν την εκδήλωσή του και παράλληλα να πραγματοποιούνται από ποικίλους φορείς σε πολλούς τομείς, ταυτόχρονα, αφού το φαινόμενο αυτό είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης πολλών παραγόντων.
Η κα Αθανασιάδου -Πιπεροπούλου υπογραμμίζει ότι για την πρόληψη της κακοποίησης των παιδιών χρειάζονται:
1. Ανάπτυξη κοινωνικής πολιτικής, που ενισχύει τις οικογένειες χαμηλού εισοδήματος, όπως π.χ. δημόσιοι βρεφονηπιακοί σταθμοί, κοινοτικά κέντρα συμβουλευτικής, και στήριξης,
2. Προγράμματα οικογενειακού προγραμματισμού για πρόληψη ανεπιθύμητων εγκυμοσυνών, που οδηγούν σε ανεπιθύμητα παιδιά με κίνδυνο κακοποίησης,
3. Ψυχο-εκπαιδευτικά προγράμματα ανάπτυξης γονεϊκών ικανοτήτων,
4. Ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών που ασχολούνται με παιδιά στην έγκαιρη αναγνώριση και παραπομπή για βοήθεια παιδιών και οικογενειών «υψηλού κινδύνου»,
5. Ανάπτυξη κατάλληλων εναλλακτικών δομών φιλοξενίας του παιδιού όταν απομακρύνεται από τους βίαιους γονείς και
6. Τροποποίηση της υπάρχουσας νομοθεσίας, προκειμένου να ενισχυθεί η υποχρεωτική αναφορά περιστατικών κακοποίησης στις αρχές και να επιλύονται οι υποθέσεις κακοποίησης και γονεϊκής επιμέλειας έγκαιρα από αρμόδιο οικογενειακό δικαστήριο.