Την εξέλιξη της βροχής τα τελευταία 60 χρόνια μελέτησε ο καθηγητής υδρογεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Γεώργιος Σούλιος, με βάση στοιχεία που συνέλεξε από την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία και από 13 σταθμούς σε ολόκληρη την Ελλάδα. “Τα τελευταία χρόνια βρέχει ‘παλαβά'”λέει με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Νερού, ο κ. Σούλιος, σημειώνοντας ότι η μείωση του ύψους της βροχής κυμαίνεται από 1 χιλιοστό ετησίως στην Αθήνα έως 8 χιλιοστά στην Κέρκυρα. “Όσο πιο πολύ βρέχει και πιο έντονα, τόσο πιο γρήγορα μειώνονται οι βροχές με το πέρασμα των δεκαετιών”, εξηγεί.
“Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι εκτός από το ρυθμό της βροχής, έχει αλλάξει και η κατανομή της, δηλαδή μειώνονται οι βροχοπτώσεις το χειμώνα και αυξάνονται το καλοκαίρι, περίοδο που όμως το νερό εξατμίζεται επιφανειακά, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών και δεν τροφοδοτούνται έτσι τα υπόγεια υδροφόρα στρώματα”, λέει ο κ.Σούλιος.
Στην Ελλάδα σήμερα, προσθέτει ο καθηγητής, έχουμε υδατικούς πόρους που ανέρχονται σε περίπου 30 δισ. κυβικά μέτρα νερού, το οποίο είτε ρέει επιφανειακά, είτε τροφοδοτεί υπόγεια υδροφόρα στρώματα.
“Απ΄αυτά, τα 20 δισ. κυβικά μέτρα νερού είναι μόνο εκμεταλλεύσιμα εκ των οποίων τα 12, είναι επιφανειακά νερά και τα υπόλοιπα υπόγεια. Όσον αφορά την κατανάλωση, από τα 10 με 11 δισ. κυβικά μέτρα νερού που εκμεταλλευόμαστε, το 80% πάει στη γεωργία, το 6% με 8% στη βιομηχανία- βιοτεχνία και το υπόλοιπο στην αστική κατανάλωση” τόνισε, παραθέτοντας τα στοιχεία, ο κ. Σούλιος.
Από τα 10 με 11 δισ. κυβικά μέτρα νερού που αξιοποιούνται, το 80% είναι από υπόγεια νερά και το 20% από επιφανειακά, όπως τα φράγματα. “Άρα, πρέπει να αυξήσουμε τα έργα στα επιφανειακά ύδατα για μεγαλύτερη εκμετάλλευση των νερών”, κατέληξε συμπερασματικά, προτείνοντας να σταματήσει η υπεράντληση των υδάτων για γεωργική χρήση και να υλοποιηθούν δράσεις για την αξιοποίηση των επιφανειακών υδάτων σε ολόκληρη την Ελλάδα και κυρίως σε περιοχές, όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση, όπως τα μεγάλα αστικά κέντρα και οι περιοχές με έντονη γεωργική χρήση.
Οι ανάγκες και η διαχείριση στην Ελλάδα
Περίπου 2,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με δυσεπίλυτα προβλήματα διαθεσιμότητας και ποιότητας νερού, παγκοσμίως, ενώ οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ποικίλες, για τα αποθέματα των υδάτινων πόρων.
Η 22η Μαρτίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως Παγκόσμια Ημέρα του Νερού και παρά τις πολιτικές που εφαρμόζονται για την εξοικονόμηση και την ποιοτική αναβάθμιση των υδάτινων πόρων, η κατάσταση, που καταγράφεται, παραμένει ζοφερή.
Το καθαρό νερό εξελίσσεται σε είδος πολυτελείας, ενώ αναμένεται να γίνει ακόμη σπανιότερο εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, ιδιαιτέρως δε στην ευάλωτη περιοχή της μεσογειακής λεκάνης.
Στην Ελλάδα, το κύριο πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη διαχειριστικών πρακτικών και την υπερκατανάλωση, που οφείλεται στην ανυπαρξία ορθολογικής χρήσης.
Η μέση ημερήσια κατανάλωση νερού ανά άτομο ανέρχεται στα 1.451, τη στιγμή που θα μπορούσε να μειωθεί στα 501 με την υιοθέτηση καλών πρακτικών και την αλλαγή τεχνολογιών μέσα στις κατοικίες. Τη μερίδα του λέοντος της κατανάλωσης στην Ελλάδα κατέχει, βέβαια, η γεωργία με ποσοστό που φτάνει το 80%, με κατεξοχήν υδροβόρες καλλιέργειες.
Παράλληλα, ο τουρισμός, η «βαριά βιομηχανία» της χώρας, δεν στηρίζεται σε βιώσιμες και ορθές πρακτικές, γεγονός που επιβαρύνει παραπάνω ήδη ευάλωτες περιοχές, όπως τα νησιά, που χαρακτηρίζονται από περιορισμένη διαθεσιμότητα υδατικών πόρων. Οι απώλειες, λόγω της παλαιότητας των δικτύων είναι πολύ υψηλές και σε κάποιες περιπτώσεις φτάνουν έως και το 50%.
Οι πιθανές επιπτώσεις των συνεχιζόμενων κλιματικών αλλαγών στους υδατικούς πόρους και τα επαπειλούμενα ξηρά έτη, δημιουργούν αυξημένες προκλήσεις στην ανάπτυξη και χρήση εναλλακτικών πόρων. Ως μη συμβατικοί υδατικοί πόροι αναφέρονται συνήθως το αφαλατωμένο νερό, οι εκροές των επεξεργασμένων αστικών υγρών αποβλήτων, τα υφάλμυρα νερά και τα νερά στράγγισης. Η χρήση αυτών των πόρων θεωρείται από τα πιο αποτελεσματικά και άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των επαπειλούμενων ξηρασιών.