Συνθετικές χημικές ουσίες που βρίσκονται σε εντομοκτόνα και παρασιτοκτόνα κήπου προσδένονται σε υποδοχείς που διέπουν το βιολογικό ρολόι του ανθρώπινου οργανιμού, βρήκαν ερευνητές του University at Buffalo, στη Νέα Υόρκη.
Η έρευνα δείχνει ότι η έκθεση σε αυτές τις χημικές ουσίες επηρεάζει αρνητικά τη σηματοδότηση των υποδοχέων μελατονίνης, δημιουργώντας κίνδυνο για μεταβολικές ασθένειες όπως ο διαβήτης τύπου 2. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Chemical Research in Toxicology.
Οι διαταραχές στον κιρκάδιο ρυθμό είναι γνωστό ότι θέτουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη και άλλες μεταβολικές ασθένειες, αλλά ο μηχανισμός που εμπλέκεται δεν είναι καλά κατανοητός.
“Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που αποδεικνύει ότι τα χημικά του περιβάλλοντος που βρίσκονται σε προϊόντα οικιακής χρήσης αλληλεπιδρούν με τους ανθρώπινους υποδοχείς μελατονίνης», δήλωσε η Margarita Dubocovich, συντάκτρια της μελέτης και Καθηγήτρια Φαρμακολογίας και Τοξικολογίας. «Κανείς δεν είχε σκεφτεί μέχρι σήμερα ότι το σύστημα μελατονίνης επηρεάζεται από τα χημικά του περιβάλλοντος, αλλά αυτό έδειξε η έρευνά μας”, πρόσθεσε.
Η Dubocovich είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ερευνήτρια με ειδικότητα στην ορμόνη μελατονίνη και στο πως αυτή επηρεάζει τον εγκέφαλο. Η δουλειά της έχει προωθήσει σημαντικά την κατανόηση του πώς η μελατονίνη επηρεάζει τους κιρκαδικούς ρυθμούς και την ανθρώπινη υγεία εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των διαταραχών του ύπνου.
Επηρεάζουν το ρόλο της μελατονίνης
Η μελέτη επικεντρώθηκε σε δύο χημικά:
- το καρμπαρύλ(carbaryl) το οποίο πωλείται με το εμπορικό σήμα Sevin και σκοτώνει τα ακάρεα και τους ψύλλους προστατεύοντας τα φυτά και το γκαζόν από τα παράσιτα των κήπων. Είναι το τρίτο πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο εντομοκτόνο στις ΗΠΑ αλλά σε άλλες χώρες είναι παράνομο.
- το καρμποφουράν (carbofuran) το οποίο είναι το πιο τοξικό καρβαμιδικό εντομοκτόνο, το οποίο έχει απαγορευτεί για εφαρμογές στις καλλιέργειες τροφίμων για ανθρώπινη κατανάλωση από το 2009 αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες χώρες (π.χ. στο Μεξικό) και τα κατάλοιπά υπάρχουν σε τροφές, φυτά και άγρια ζώα. Τα καρβαμιδικά είναι οργανικές ενώσεις παράγωγα του καρβαμιδικού οξέος.
«Βρήκαμε ότι αυτά τα δύο εντομοκτόνα είναι δομικά παρόμοια με τη μελατονίνη και ότι και προσδένονται στους υποδοχείς ΜΤ2 της μελατονίνης, κάτι που μπορεί να επηρεάσει την ομοιόσταση της γλυκόζης και την έκκριση ινσουλίνης”, ανέφερε η Marina Popevska-Gorevski, συν-συγγραφέας της μελέτης η οποία τώρα εργάζεται στην Boehringer Ingelheim Pharmaceuticals. “Αυτό σημαίνει ότι η έκθεση σε αυτά τα δύο χημικά μπορεί να θέσει σε μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 και να επηρεάσει τον ύπνο”.
Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν ότι υπάρχει ανάγκη για αξιολόγηση των περιβαλλοντικών χημικών ουσιών στην ικανότητά τους να διαταράσσουν τον κιρκάδιο ρυθμό, κάτι το οποίο δεν εξετάζεται επί του παρόντος από τις ρυθμιστικές αρχές υγείας.
Η μελέτη αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας από την Dubocovich και τους συνεργάτες της για την ανάπτυξη τεχνογνωσίας η οποία θα υπολογίζει την επίπτωση που έχουν χιλιάδες χημικά του περιβάλλοντος στον υποδοχέα της μελατονίνης.