Τα νέα αντιδιαβητικά φάρμακα μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο

Τα σχήματα θεραπείας του διαβήτη τύπου 2 τείνουν να επικεντρώνονται στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα. Αυτή όμως η προσέγγιση δεν είναι απολύτως σαφές αν μειώνει τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό επεισόδιο.

Οι καρδιακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως και ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2. Σήμερα υπάρχουν πολλές κατηγορίες φαρμάκων για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εκτός της ινσουλίνης και το πιο δημοφιλές είναι η μετφορμίνη, η οποία συνιστάται ως θεραπεία εκλογής από όλες τις κατευθυντήριες οδηγίες.

Όλα τα αντιδιαβητικά φάρμακα μειώνουν τη γλυκόζη στο αίμα και τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, αλλά η επίδρασή τους σε άλλες παραμέτρους, με σημαντικότερη τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, μέχρι πρόσφατα ήταν άγνωστη. Μάλιστα, για ορισμένα από αυτά τα φάρμακα, όπως οι σουλφονυλουρίες, υπάρχουν φόβοι ότι μπορεί να αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Μια μεγάλη κλινική δοκιμή που χρηματοδοτήθηκε από τα NIH (National Institutes of Health) για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 απέτυχε να δείξει ότι ο αυστηρός έλεγχος του σακχάρου του αίματος είχε κάποια θετική επίδραση στα καρδιαγγειακά αποτελέσματα ή στη θνησιμότητα.

Το 2008, ο FDA [Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων] στις ΗΠΑ απαίτησε από τα νέα αντιδιαβητικά φάρμακα να έχουν αρκετά ερευνητικά δεδομένα από τυχαιοποιημένες μελέτες, από τα οποία να αποκλείεται ο κίνδυνος βλαπτικής επίδρασης στο καρδιαγγειακό σύστημα. Μέχρι το Νοέμβριο του 2017 είχαν ολοκληρωθεί επτά τέτοιες μελέτες. Το κύριο καταληκτικό σημείο ήταν ο συνδυασμός καρδιαγγειακών συμβαμάτων: του καρδιαγγειακού θανάτου, του μη θανατηφόρου εμφράγματος και του μη θανατηφόρου εγκεφαλικού.

Μείωση καρδιαγγειακού κινδύνου σε τέσσερις μελέτες

Τα αποτελέσματα από τέσσερις τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες που έγιναν πρόσφατα υποδηλώνουν ότι η χρήση φαρμάκων για τον έλεγχο της γλυκόζης μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου.

“Τα ισχυρά στοιχεία που έδωσαν τέσσερις πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύθηκαν τα τελευταία 1,5 έως 2 χρόνια στο περιοδικό New England Journal of Medicine έδειξαν ότι μερικοί από τους σύγχρονους διαθέσιμους θεραπευτικούς παράγοντες που ελέγχουν τη γλυκόζη του αίματος συμβάλλουν επίσης στη μείωση του κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις”, δήλωσε ο Faramarz Ismail-Beigi, καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Case Western Reserve και ενδοκρινολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Cleveland Medical Center.

Και συμπλήρωσε: “Βάσει αυτών των στοιχείων, προτείνουμε να μετατοπιστούμε από το προηγούμενο πρότυπο που εστιάζει στον έλεγχο της γλυκόζης αίματος, στον έλεγχο της  γλυκόζης και επιπλέον στην πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων”.

Ο Ismail-Beigi συνέβαλε στη διεξαγωγή τριών από τις τέσσερις κλινικές δοκιμές. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του εξέτασαν πρόσφατα αποτελέσματα μελετών στο Journal of General Internal Medicine. Οι δοκιμές εξέτασαν φάρμακα για τη μείωση του σακχάρου στο αίμα – πιογλιταζόνη, εμπαγλιφλοζίνη, λιραγλουτίδη και ημιγλουτίδη – περιλαμβάνοντας ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο. Ο στόχος ήταν να καθοριστεί εάν τα φάρμακα ήταν ασφαλή ή όχι. Οι ερευνητές βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες που είχαν διαβήτη ή κίνδυνο για διαβήτη παρουσίασαν καρδιαγγειακούς βελτιώσεις.

“Για πρώτη φορά έχουμε δει φάρμακα μείωσης της γλυκόζης να μπορούν να βελτιώσουν τα καρδιαγγειακά αποτελέσματα”, δήλωσε ο Ismail-Beigi. “Είναι πολύ πιθανό ότι νεότεροι παράγοντες που υπάρχουν σε αυτές τις κατηγορίες φαρμάκων, χρησιμοποιούμενοι μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, να αποδειχθούν αποτελεσματικότεροι στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου 2 και την πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων, ακόμη και σε ασθενείς που βρίσκονται σε προγενέστερα στάδια της νόσου”.

Προηγούμενες μελέτες που είχαν εξετάσει τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα δεν είχαν δείξει σημαντικά καρδιαγγειακά οφέλη για τους ασθενείς με διαβήτη. “Ο αυστηρός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα φάνηκε ήσσονος σημασίας ή δεν υπήρχε θετική επίδραση στην πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων”, δήλωσε ο Ismail-Beigi. “Στην πραγματικότητα, μια μεγάλη κλινική δοκιμή που χρηματοδοτήθηκε από τα NIH για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 απέτυχε να δείξει ότι ο αυστηρός έλεγχος των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα είχε οποιαδήποτε θετική επίδραση στα καρδιαγγειακά αποτελέσματα ή στη θνησιμότητα και ότι θα μπορούσε αυτό να είναι ακόμα και επιβλαβές”.

Τα νέα αποτελέσματα μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση ενός μεγάλου διλήμματος για τους κλινικούς γιατρούς που αναζητούν τρόπους για τον έλεγχο των καρδιακών παθήσεων και τη μείωση της θνησιμότητας στους διαβητικούς.

Ο Ismail-Beigi δήλωσε: “Η επισκόπησή μας επικεντρώνεται στην ανάγκη για μια αλλαγή σχήματος σχετικά με το πώς πρέπει να σκεφτούμε τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2. Πιστεύω ότι θα απαιτήσει μια επανεξέταση των στόχων και των προσεγγίσεων από τις επιτροπές κατευθυντηρίων γραμμών”.

Ένα ερώτημα είναι αν η μετφορμίνη, η οποία παραμένει ως θεραπεία πρώτης γραμμής, είναι καλύτερη από τα νέα αντιδιαβητικά φάρμακα – για τη μετφορμίνη υπάρχουν δύο μελέτες στις οποίες φάνηκε ότι έχει καρδιαγγειακό όφελος. Ένα άλλο ερώτημα αφορά τις σουλφονυλουρίες, μια κατηγορία φαρμάκων που κατέχει μεγάλη μερίδα συνταγογράφησης και για τις οποίες υπάρχουν ενδείξεις για καρδιακές παρενέργειες.

Πηγές:

  1. Shifting Paradigms in the Medical Management of Type 2 Diabetes: Reflections on Recent Cardiovascular Outcome Trials. Journal of General Internal Medicine, 2017.
  2. Αντιδιαβητικά φάρμακα και καρδιαγγειακός κίνδυνος: νεότερα έναντι παλιότερων. Ηρακλής Αβραμόπουλος, hearthealth.gr.

Δείτε επίσης