Η αντικατάσταση της ζάχαρης με γλυκαντικά βοηθάει στη συντήρηση του βάρους ύστερα από δίαιτα


Έρευνα που θα παρουσιαστεί στο φετινό Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία (ECO) στη Βενετία της Ιταλίας (12-15 Μαΐου), υποδηλώνει ότι η αντικατάσταση της ζάχαρης σε τρόφιμα και ποτά με μη ζαχαρούχα γλυκαντικά μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο του βάρους για τουλάχιστον ένα χρόνο ύστερα από μια ταχεία απώλεια βάρους σε ενήλικες, χωρίς αύξηση του κινδύνου για διαβήτη τύπου 2 ή καρδιαγγειακή νόσο.

Τα ευρήματα της τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης δοκιμής διάρκειας ενός έτους διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση γλυκαντικών και ενισχυτών γλυκύτητας (S&SE) συσχετίστηκε με μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη διατροφή, πιο θετική διάθεση, λιγότερες λιγούρες και λιγότερη προτίμηση σε γλυκά φαγητά στους ενήλικες.

Τα αποτελέσματα έρχονται στον απόηχο μιας ανασκόπησης του 2023 των στοιχείων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας που πρότεινε ότι η αντικατάσταση των σακχάρων με γλυκαντικά χωρίς θερμίδες δεν φαίνεται να βοηθά στον έλεγχο του βάρους μακροπρόθεσμα και θα μπορούσε να αυξάνει τον κίνδυνο διαφόρων προβλημάτων υγείας, όπως ο διαβήτης τύπου 2 και οι καρδιαγγειακές παθήσεις -αν και η έκθεση υπογράμμισε μια αβεβαιότητα σχετικά με τα στοιχεία μεταξύ γλυκαντικών και αποτελεσμάτων νόσου.

«Η διατήρηση του μειωμένου βάρους μετά από δίαιτα είναι δύσκολο να επιτευχθεί και τα ευρήματά μας υποστηρίζουν τη χρήση των γλυκαντικών που βρίσκονται σε πολλά τρόφιμα και ποτά, ως εναλλακτικές λύσεις σε προϊόντα με ζάχαρη για να βοηθήσουν στον έλεγχο του βάρους σε ενήλικες με παραπανίσια κιλά», λέει η επικεφαλής της μελέτης, καθηγήτρια Anne Raben από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης στη Δανία. «Τα ευρήματα παρέχουν επίσης σημαντικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση των διαφωνιών σχετικά με πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία. Μέχρι τώρα, τα δεδομένα ασφάλειας προέρχονταν γενικά από μελέτες σε ζώα που χρησιμοποίησαν δόσεις γλυκαντικών πολύ υψηλότερες από τη συνήθη πρόσληψη στον άνθρωπο».

Τα γλυκαντικά έχουν πολύ υψηλή γλυκύτητα, αλλά συμβάλλουν ελάχιστα ή καθόλου στην ενεργειακή πρόσληψη. Τεχνητά ή φυσικά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη, η στέβια και η σακχαρίνη, προστίθενται συχνά σε προϊόντα από τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών για μείωση της περιεκτικότητας σε ζάχαρη και καταναλώνονται από εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο καθημερινά, για παράδειγμα σε αναψυκτικά, επιδόρπια και φαγητά πρωινού.

Ωστόσο, η ασφάλεια αυτών των προσθέτων και η χρήση τους στον έλεγχο της όρεξης και του βάρους έχει συζητηθεί έντονα και λίγα είναι γνωστά για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των γλυκαντικών στη διατροφική συμπεριφορά.

Τα γλυκαντικά υπόσχονται έλεγχο του βάρους

Για να παράσχουν περισσότερα στοιχεία, ερευνητές από το έργο SWEET (Sweeteners and sweetness enhancers: Prolonged effect on health, obesity and security), διεξήγαγαν μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή ενός έτους για να δουν εάν η παρατεταμένη χρήση των γλυκαντικών θα μπορούσε να βελτιώσει τη διατήρηση της απώλειας βάρους μετά από ταχεία απώλεια βάρους, καθώς και να ωφελήσει τους δείκτες κινδύνου για τον διαβήτη τύπου 2 και τις καρδιαγγειακές παθήσεις σε σύγκριση με τη μη κατανάλωση γλυκαντικών.

Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν επίσης ερωτηματολόγια (στην αρχή της δοκιμής και μετά από 2, 6 και 12 μήνες) για να αξιολογήσουν την επίδραση των γλυκαντικών στην ικανοποίησή τους από τη διατροφή, τον έλεγχο της υπερκατανάλωσης τροφής, την προτίμηση και την σιωπηρή επιθυμία για φαγητό, τη διατροφική συμπεριφορά και τη σωματική δραστηριότητα. Η δοκιμή περιέλαβε 341 ενήλικες, υπέρβαρους ή παχύσαρκους ηλικίας 18-65 ετών εκ των οποίων το 71% ήταν γυναίκες, με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) ≥25 kg/m2) και 38 παιδιά με υπέρβαρο (6-12 ετών) από τη Δανία, την Ισπανία, την Ελλάδα και την Ολλανδία.

Κατά τους δύο πρώτους μήνες της δοκιμής, οι ενήλικες έλαβαν οδηγίες να ακολουθήσουν μια δίαιτα χαμηλής ενέργειας (το πλάνο του Cambridge) με στόχο την επίτευξη τουλάχιστον 5% απώλειας βάρους. Τα παιδιά έλαβαν διατροφικές συμβουλές για τη διατήρηση του σωματικού βάρους. Τους επόμενους 10 μήνες, οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν είτε σε μια υγιεινή διατροφή με λιγότερο από 10% των θερμίδων από προστιθέμενη ζάχαρη, επιτρέποντας τροφές και ποτά με γλυκαντικά, είτε σε μια υγιεινή διατροφή με λιγότερο από 10% των θερμίδων από πρόσθετη ζάχαρη -δεν επιτρέπονταν τρόφιμα και ποτά με γλυκαντικά σ’ αυτή την ομάδα της ζάχαρης.

Όπως είχε προγραμματιστεί, η πρόσληψη τροφών και ποτών πλούσιων σε ζάχαρη μειώθηκε και στις δύο ομάδες κατά τη διάρκεια της δοκιμής, αλλά πολύ περισσότερο στην ομάδα των γλυκαντικών από ό,τι στην ομάδα ζάχαρης. Ταυτόχρονα, η πρόσληψη γλυκαντικών αυξήθηκε στην μια ομάδα και μειώθηκε στην άλλη (την ομάδα ζάχαρης). Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν με αναλύσεις βιοδεικτών ούρων.

Οι αναλύσεις (συμπεριλαμβανομένων 277 ενηλίκων που έχασαν επιτυχώς 5% ή περισσότερο σωματικό βάρος μετά την περίοδο απώλειας βάρους 2 μηνών) διαπίστωσαν ότι όσοι κατανάλωναν γλυκαντικά είχαν καλύτερη συντήρηση απώλειας βάρους μετά από ένα χρόνο από την ομάδα της ζάχαρης κατά 1,6 κιλά (μέση απώλεια βάρους 7,2 κιλά έναντι -5,6 κιλά). Επιπλέον, σε 203 συμμετέχοντες που ολοκλήρωσαν όλες τις κλινικές έρευνες, οι δείκτες κινδύνου για διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακή νόσο δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων.

Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στο Z-score του ΔΜΣ για την ηλικία ή σε άλλα αποτελέσματα στα 22 παιδιά που ολοκλήρωσαν τη δοκιμή.

Τα γλυκαντικά μείωσαν την επιθυμία για γλυκές τροφές

Σε περαιτέρω αναλύσεις της διατροφικής συμπεριφοράς, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ενήλικες στην ομάδα των γλυκαντικών ανέφεραν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη διατροφή τους όταν έτρωγαν έξω, αυξημένη θετική διάθεση και χαμηλότερη λαχτάρα για γλυκό φαγητό στους 6 μήνες, από ό,τι στην ομάδα ζάχαρης. Αντίθετα, οι ενήλικες στην ομάδα της ζάχαρης είχαν μεγαλύτερη προτίμηση στα γλυκά παρά στα αλμυρά τρόφιμα στους 6 μήνες και στους 12 μήνες.Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων ως προς την αναφερόμενη σωματική δραστηριότητα ή την ποιότητα ζωής.

Στα παιδιά δεν παρατηρήθηκαν διαφορές, ωστόσο, η συμπερίληψη γλυκαντικών φάνηκε να ωφελεί τα παιδιά με υψηλά επίπεδα μη ελεγχόμενης κατανάλωσης τροφής (τρώγοντας ως απόκριση στη γευστικότητα των τροφίμων και την πιθανότητα υπερκατανάλωσης). Όπως εξηγεί η συν-επικεφαλής συγγραφέας κα Clarissa Dakin από το Appetite Control and Energy Balance Research Group στο Πανεπιστήμιο του Leeds «Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι η συμπερίληψη προϊόντων με χαμηλή ή καθόλου ενέργεια από ζάχαρη μπορεί να ωφελήσει τα παιδιά που παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα ανεξέλεγκτης διατροφής».

Ο καθηγητής Jason Halford, Επικεφαλής της Σχολής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Leeds, UK, ένας από τους συν-συγγραφείς του SWEET και Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας (EASO), ανέφερε: «Η χρήση γλυκαντικών χαμηλών θερμίδων στη διαχείριση βάρους έχει αμφισβητηθεί, εν μέρει λόγω της σχέσης μεταξύ της χρήσης τους και της φαινομενικής αύξησης βάρους σε μελέτες παρατήρησης, ωστόσο, όλο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι αυτό δεν συμβαίνει στις μακροχρόνιες μελέτες».

Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι ένα βασικό πλεονέκτημα της μελέτης είναι ότι πρόκειται για 10μηνη (μακροπρόθεσμη) έρευνα που προσθέτει στα στοιχεία προηγούμενων βραχυπρόθεσμων δοκιμών χρησιμοποιώντας έναν σχεδιασμό συντήρησης απώλειας βάρους, συμπεριλαμβανομένων τόσο των τροφίμων όσο και των ποτών με γλυκαντικά και με τη χρήση καθημερινών ποσοτήτων προϊόντων παρέμβασης που είναι εφικτά και ρεαλιστικά στην καθημερινή ζωή. Επιπλέον, η δοκιμή διεξήχθη ως πολυκεντρική δοκιμή σε τέσσερις χώρες σε όλη την Ευρώπη.

Υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί στη μελέτη, συμπεριλαμβανομένου ότι το ποσοστό εγκατάλειψης ήταν μεγαλύτερο από το εκτιμώμενο. Με 203 άτομα που ολοκλήρωσαν τη μελέτη, η στατιστική ισχύς για το πρωταρχικό αποτέλεσμα ήταν 86%, το οποίο κρίνεται ικανοποιητικό. Επιπλέον, λένε ότι τα αποτελέσματα των παιδιών πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή λόγω του μικρού αριθμού συμμετεχόντων. Τέλος, εξετάστηκαν τα γλυκαντικά συλλογικά χωρίς να γίνει διάκριση μεταξύ των επιμέρους τύπων, αν και αυτό έγινε σκόπιμα για να αντικατοπτρίζει τη διακύμανση των προϊόντων στην αγορά.

Η έρευνα αντιπροσωπεύει τη βασική τυχαιοποιημένη δοκιμή του έργου SWEET. Ο καθηγητής Jo Harrold από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, ένας από τους συντονιστές του προγράμματος SWEET, εξήγησε: «Το έργο ανέπτυξε και επανεξετάζει στοιχεία σχετικά με τα μακροπρόθεσμα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους από την αντικατάσταση της πρόσθετης ζάχαρης στη διατροφή με γλυκαντικά από πολλαπλές οπτικές γωνίες. Τα αποτελέσματα αυτής της μακροχρόνιας δοκιμής υποστηρίζουν τη χρήση γλυκαντικών αντί της ζάχαρης σε τρόφιμα και ποτά για τον έλεγχο του βάρους. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχουν λόγοι ανησυχίας σχετικά με την ασφάλεια αυτών των προϊόντων στην προτίμηση των γλυκών, την όρεξη ή τον έλεγχο της γλυκόζης».

Δείτε επίσης