Θεμέλιος λίθος στην αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων έχει καταστεί η βιολογική θεραπεία. Τα νέα φάρμακα που χορηγούνται είτε με τη μορφή ορού είτε με στη μορφή υποδόριας ένεσης βελτιώνουν θεαματικά την ποιότητα ζωής και ανακόπτουν την πορεία των ρευματικών νοσημάτων, επισήμαναν οι ειδικοί στη διάρκεια του 23ου Ιατρικού Συνεδρίου Ενόπλων Δυνάμεων που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη. Τα νέα φάρμακα έχει αποδειχθεί ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικά από τα παραδοσιακά φάρμακα που χρησιμοποιούνταν από πολλών ετών (π.χ. άλατα χρυσού, πενικιλλαμίνη, μεθοτρεξάτη, κ.α.), αφού δρουν ταχύτερα και προλαβαίνουν ή περιορίζουν περισσότερο τις αρθρικές διαβρώσεις. Έτσι, οι επιστήμονες ευελπιστούν, ότι στο μέλλον δεν θα βλέπουν πια ρευματοπαθείς με κατεστραμμένες αρθρώσεις και βαριές, επώδυνες και μόνιμες αναπηρίες.
Η αιτία των ρευματικών νοσημάτων είναι πολυπαραγοντική δηλαδή παίζει ρόλο το περιβάλλον, τα μικρόβια, τα τρόφιμα, οι συνήθειες, οι ορμόνες, η ψυχική σφαίρα του ανθρώπου και το γενετικό υπόβαθρο. Υπάρχουν μελέτες που έχουν καθορίσει κάποια γονίδια τα οποία θεωρούνται υψηλού κινδύνου για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
«Ο κυριότερος από αυτούς τους παράγοντες είναι ο παράγοντας νέκρωσης όγκων, που φαίνεται ότι είναι ο ενορχηστρωτής σε όλη τη διεργασία που προκαλεί τη βλάβη στον αρθρικό υμένα και εν τέλει στην άρθρωση» επισήμανε ο ρευματολόγος διευθυντής παθολογικής κλινικής ναυτικού νοσοκομείου Αθηνών, Ευθύμιος Σταυρόπουλος. Σήμερα, χάρη στις έρευνες στο χώρο της μοριακής βιολογίας και της ανοσολογίας, έχουν προκύψει βιολογικοί παράγοντες που στοχεύουν στους παράγοντες που προκαλούν τα ρευματικά νοσήματα και τους εξουδετερώνουν αποτρέποντας τη φλεγμονή και την καταστροφή των αρθρώσεων.
«Αφού γίνει η διάγνωση με κριτήρια που έχουμε, ο ασθενής πρέπει να αρχίσει το συντομότερο τη θεραπεία, χωρίς να χρειάζεται να μπει στο νοσοκομείο. Υπάρχουν θεραπείες που γίνονται με ορό, οποίος χορηγείται στο νοσοκομείο στη διάρκεια βραχείας νοσηλείας 1-2 ωρών, αλλά υπάρχουν και θεραπείες με υποδόριες ενέσεις που μπορεί να τις κάνει ο ασθενής στο σπίτι του. Η θεραπεία με χορήγηση ορού τις πρώτες τρεις φορές γίνεται πιο συχνά ενώ στη συνέχεια γίνεται κάθε δύο μήνες. Όλες οι μελέτες δείχνουν ότι η θεραπείες αυτές είναι πολύ αποτελεσματικές αλλά πολύ ακριβές και θα πρέπει να χορηγούνται ορθολογικά. Δηλαδή να δίνουμε προτεραιότητα στη χορήγηση τέτοιων θεραπειών στους ασθενείς που δεν ανταποκρίθηκαν στα απλά φάρμακα. Τα νέα φάρμακα σταματούν πολύ γρήγορα την εξέλιξη της νόσου και σύμφωνα με μελέτες η ανταπόκριση είναι περίπου 60%» εξήγησε ο κ. Σταυρόπουλος.