Η καλή ποιότητα των υδάτινων συστημάτων συμβάλλει στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, άρα και στην καλύτερη ανθρώπινη υγεία. Αυτό προκύπτει από έρευνα που έκανε το τμήμα Βιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), για τα αερομεταφερόμενα μικροφύκη και κυανοβακτήρια, δηλαδή για τους μικροοργανισμούς που κυριαρχούν ως επί το πλείστον στα νερά των θαλασσών, των λιμνών και των ποταμών, καταφέρνουν, όμως, να «μεταπηδήσουν» και στον αέρα.
Σύμφωνα με την έρευνα, ένας κάτοικος του κέντρου της Θεσσαλονίκης μπορεί να εισπνεύσει σε ένα 24ωρο έως και 5.000 κύτταρα μικροφυκών και κυανοβακτηρίων, στις μέγιστες τιμές κυκλοφορίας τους στον αέρα. Εάν στην ποσότητα αυτή κυριαρχήσουν κάποιες εποχές τα επιβλαβή κύτταρα, σε ποσοστό 50% (δηλαδή, 2.500 εισπνεύσιμα επιβλαβή κύτταρα) και η έκθεση σ’ αυτά είναι μακροχρόνια, οι επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία μπορούν να σχετιστούν με αναπνευστικά και δερματικά προβλήματα, νευρικές εκφυλιστικές νόσους, αλλεργίες ή άλλες ασθένειες.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Φλόριντα των ΗΠΑ, όπου παρόμοια προβλήματα υγείας των κατοίκων της σχετίστηκαν με την εισπνοή τοξινών που παράγονταν από τους μικροοργανισμούς του θαλάσσιου φυτοπλαγκτού και μεταφέρονταν στον αέρα. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν καταγραφεί και στο φυτοπλαγκτό του Θερμαϊκού.
«Η μεταφορά των μικροοργανισμών αυτών από τα υδάτινα συστήματα στον αέρα γίνεται από τους κυματισμούς και τα σταγονίδια», αναφέρει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Βιολογίας, Μαρία Μουστάκα, επικεφαλής του πειράματος αερομεταφοράς μικροφυκών και κυανοβακτηρίων στην πόλη της Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για την πρώτη δημοσιευμένη έρευνα τέτοιου είδους στην Ελλάδα και τη δεύτερη στην Ευρώπη (η πρώτη πραγματοποιήθηκε σε πόλη της Ισπανίας), από τις μετρήσεις της οποίας καταγράφηκαν 21 νέα είδη των συγκεκριμένων μικροοργανισμών στην ατμόσφαιρα. Οι μέχρι σήμερα μελέτες αφορούσαν στην καταγραφή και παρακολούθηση γυρεόκοκκων και μυκήτων στην ατμόσφαιρα.
Σύμφωνα με την κ. Μουστάκα, η εξερεύνηση των ειδών της Θεσσαλονίκης εμπλουτίζει τη διεθνή βιβλιογραφία, στην οποία υπάρχουν καταγεγραμμένα μόλις 353, από όλες τις ηπείρους. Αυτό, όπως εξηγεί, δεν οφείλεται στη σπανιότητα των ειδών, αλλά στην απουσία μέχρι σήμερα ερευνών και καταγραφής των αερομεταφερόμενων μικροοργανισμών.
Το πείραμα
Το πείραμα του τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ πραγματοποιήθηκε το διάστημα από τον Ιούλιο του 2007 έως το Δεκέμβρη του 2008, κατά το οποίο οι επιστήμονες λάμβαναν ανά τρεις ημέρες δείγματα του αέρα, στο κέντρο της πόλης (ακριβές σημείο το πανεπιστήμιο), και στο Θερμαϊκό, καταγράφοντας και συγκρίνοντας τα δεδομένα της μικροβιακής ποικιλότητας, τις εναλλαγές τους στην ποσότητα ανά εποχή και τον τρόπο διαβίωσης και πολλαπλασιασμού τους στον αέρα και στο νερό.
«Για τη Θεσσαλονίκη δεν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι ανησυχίας, καθώς από τα συνολικά 63 διαφορετικά είδη που εντοπίστηκαν, μόνον τα 7 είναι επιβλαβή, δηλαδή τοξικά ή αλλεργιογόνα. Από αυτά, τα είδη κυανοβακτηρίων βρίσκονται σε μεγαλύτερες ποσότητες στον αέρα, το καλοκαίρι. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστική η συνεχής παρουσία στον αέρα της πόλης καλής ποιότητας μικροοργανισμών», διευκρίνισε η κ. Μουστάκα.
Η πλειονότητα των αερομεταφερόμενων μικροοργανισμών φαίνεται να προήλθε, εκτός από τα νερά του Θερμαϊκού, από μακρινές περιοχές αλλά και από το έδαφος της Θεσσαλονίκης και της γύρω περιοχής. Πάντως, η παρακολούθηση των αερομεταφερόμενων μικροοργανισμών αποτελεί δύσκολο έργο, εξαιτίας των μεθοδολογικών δυσκολιών, της φύσης τους (ανθεκτικά στάδια για αντίξοες συνθήκες επιβίωσης), της δυνατότητάς τους να εποικίζουν και να πολλαπλασιάζονται σε ένα νέο υδάτινο σύστημα.
Κατά τη διάρκεια του πειράματος, το ΑΠΘ κατέγραψε, εξάλλου, για πρώτη φορά έναν κύκλο ζωής ενός πρωτόζωου, γεγονός που αποτελεί ένα καινούργιο δεδομένο και μια άγνωστη περιοχή για την επιστήμη της βιολογίας.
Γενικότερα, τα κυανοβακτήρια θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τη ζωή στον πλανήτη και λανθασμένα σχετίζονται πάντα με παθογένειες. Είναι αυτά που επί δύο δισεκατομμύρια χρόνια παρήγαγαν οξυγόνο στον πλανήτη, λειτουργώντας όπως τα φυτά. Μόνον όταν βρίσκονται σε υψηλές συγκεντρώσεις –περισσότερα από το 90% του συνόλου– είναι τοξικά, και προκαλούν τα γνωστά προβλήματα στο περιβάλλον και στην υγεία.