ΕΣΥ: Με σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης οι μισοί εργαζόμενοι

Περίπου οι μισοί επαγγελματίες υγείας υποφέρουν από το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burnout syndrome) στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας, σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή επιδημιολογίας και επαγγελματικής υγιεινής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κ. Γιώργο Ραχιώτη.

Το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης, σύμφωνα με τον κ. Ραχιώτη απαρτίζεται ουσιαστικά από τρεις παραμέτρους:

«Όταν ο εργαζόμενος δέχεται πίεση από το εργασιακό περιβάλλον που ξεπερνά τις δυνατότητές του, τότε αντιδρά και έχουμε πρώτον την εμφάνιση της συναισθηματικής εξουθένωσης, όπου πρακτικά ο εργαζόμενος δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του. Το δεύτερο στοιχείο είναι η αποπροσωποποίηση, όπου πλέον ο εργαζόμενος δεν ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα της εργασίας του, και το τρίτο στοιχείο είναι η μειωμένη απόδοση. Αυτές οι τρεις παράμετροι είναι μία απάντηση στο στρες που δέχεται».

Όπως αναφέρει ο κ. Ραχιώτης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας μαστίζεται από το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης. «Μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σε συνεργασία με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας και δημοσιεύτηκε το 2014, στο επιστημονικό περιοδικό International Journal of Medical Sciences, έδειξε ότι τα ποσοστά του συνδρόμου στα ελληνικά νοσοκομεία κυμαίνονται στο 40-55%. Οι εργαζόμενοι των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι ανέφεραν ελλείψεις υλικών, και μάλιστα στοιχειωδών υλικών, είχαν τριπλάσια πιθανότητα, να αναπτύξουν το σύνδρομο. Επίσης η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, δηλαδή ένα 88% ανέφερε ότι αυτές οι ελλείψεις έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου της παρεχόμενης περίθαλψης στον ασθενή».

Παρά το γεγονός ότι το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης δεν είναι μία ιατρική διάγνωση και ουσιαστικά η εκτίμησή του γίνεται μέσω κάποιων σκορ σε συγκεκριμένα ερωτηματολόγια, υπάρχουν αρκετά σημαντικές επιδημιολογικές μελέτες, που το συσχετίζουν με σοβαρές νόσους, αναφέρει ο κ. Ραχιώτης. «Σύμφωνα με μελέτες από το Τμήμα Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ, οι εργαζόμενοι οι οποίοι εμφανίζουν το σύνδρομο έχουν κατά 84% μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2, και κατά 41% μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο».

Πώς ένας εργαζόμενος που είναι υποχρεωμένος να δουλεύει κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να διαφυλάξει τον εαυτό του;

«Σίγουρα θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια στον εργασιακό χώρο να αντιμετωπιστούν κάποια ερεθίσματα που μπορεί να παράγουν το burnout. Π.χ να είναι σωστά οργανωμένο το ωράριο εργασίας. Ωστόσο, όσο δε μπορούν να αλλάξουν οι συνθήκες, τουλάχιστον αυτό που θα μπορούσαν οι ίδιοι να κάνουν είναι να έχουν όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικό ύπνο, να ασκούνται, να προσπαθούν να ξεφεύγουν στις μέρες της άδειάς τους και των ρεπό τους, από τη δουλειά τους και βέβαια σε περίπτωση που εμφανιστεί σοβαρό πρόβλημα να ζητήσουν υποστήριξη, να ενημερώνονται οι προϊστάμενοι τους, αλλά το βασικότερο που θα έλεγα εγώ είναι όσο μπορούν να εκμεταλλεύονται κάθε δυνατότητα διαλείμματος».

Κατά πόσον όμως είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι παραπάνω συμβουλές στο νοσηλευτικό προσωπικό των δημοσίων νοσοκομείων;

Ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ Μιχάλης Γιαννάκος το θεωρεί αδύνατο: «Όταν οι κενές οργανικές θέσεις αυτή τη στιγμή είναι 30.000, σημαίνει ότι μία νοσηλεύτρια αντιστοιχεί σε 40 ασθενείς στη βάρδια. Ως εκ τούτου είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μπορέσουν να τηρηθούν οι οδηγίες του καθηγητή κ. Ραχιώτη. Το νοσηλευτικό προσωπικό τρέχει πανικόβλητο να κάνει νοσηλεία και μάλιστα σε μια περίοδο που τα δημόσια νοσοκομεία αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα, όχι μόνο λόγω έλλειψης προσωπικού, αλλά και λόγω έλλειψης της υλικοτεχνικής υποδομής. Το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο να εργάζονται χωρίς να μπορούν να κάνουν ούτε ένα μικρό διάλειμμα, αλλά και να μην τηρούνται αυτά που προβλέπουν οι εργατικοί νόμοι του κράτους και οι κοινοτικές οδηγίες που έχουν κυρωθεί με προεδρικά διατάγματα. Δηλαδή δωδεκάωρη ανάπαυση μεταξύ των βαρδιών, δύο ρεπό την εβδομάδα και άδειες. Στο νοσηλευτικό προσωπικό αυτή τη στιγμή οφείλονται δεκάδες ρεπό, αλλά και κανονικές άδειες τριών ετών. Επίσης δουλεύουν πάνω από 10 νύχτες το μήνα, δουλεύουν πρωί-νύχτα συνεχόμενα, και ορισμένες φορές χρειάζεται να καθίσουν ολόκληρο το 24ωρο, για να καλύψουν τρεις συνεχόμενες βάρδιες λόγω των κενών».

 

Δείτε επίσης