Η έκθεση σε μόλυβδο στην παιδική ηλικία μειώνει τη νοημοσύνη

Οι άνθρωποι που είχαν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα μολύβδου όταν ήταν παιδιά, διαθέτουν μειωμένη νοημοσύνη ως μεσήλικες, σύμφωνα με μια μακροχρόνια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of the American Medical Association.

Προηγούμενες μελέτες είχαν συσχετίσει την έκθεση των παιδιών σε μόλυβδο με χειρότερες σχολικές επιδόσεις.

Ο μόλυβδος, ένα βαρύ μέταλλο, έχει τοξική δράση και μπορεί να βλάψει το αναπτυσσόμενο νευρικό σύστημα των παιδιών. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ακόμα και 5 μg (μικρογραμμάρια) μολύβδου ανά δέκατο του λίτρου (dl) αίματος μπορεί να επιδράσουν αρνητικά στο δείκτη νοημοσύνης.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Duke της Βόρειας Καρολίνα μαζί με συναδέλφους τους από τη Νέα Ζηλανδία, ανέλυσαν στοιχεία για 565 άτομα 38 ετών από τη Νέα Ζηλανδία, η οποία είχε ένα από τα υψηλότερα επίπεδα μολύβδου στη βενζίνη πριν μερικές δεκαετίες.

Ελήφθησαν υπόψη και συσχετίσθηκαν αναλύσεις αίματος για μόλυβδο που είχαν κάνει τα άτομα αυτά σε ηλικία 11 ετών, μεταξύ των ετών 1972 και 1973, καθώς επίσης και στοιχεία από πρόσφατα τεστ νοημοσύνης και δεδομένα για την πρόσφατη κοινωνική και οικονομική κατάστασή τους.

Οι συμμετέχοντες που ως παιδιά είχαν επίπεδα μολύβδου πάνω από 10 μg/dl στο αίμα τους, διέθεταν, κατά μέσο όρο, 4,2 μονάδες χαμηλότερο δείκτη νοημοσύνης ως ενήλικες -τα μέσα επίπεδα μολύβδου της μελέτης ήταν 10,9 μg/dl. Επιπλέον, εκείνοι που είχαν εκτεθεί σε ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα μολύβδου, είχαν χαμηλότερα εισοδήματα και λιγότερο προνομιούχα επαγγέλματα. Η μελέτη βρήκε ότι για κάθε 5 μg/dl επιπλέον μόλυβδο στο αίμα κατά την παιδική ηλικία, μειώνεται περίπου 1,6 μονάδες ο δείκτης νοημοσύνης.

Μόλυβδος και παιδιά

«Αυτά είναι ιστορικά δεδομένα από μια εποχή που τα επίπεδα μολύβδου όπως αυτά που καταγράψαμε θεωρούνταν φυσιολογικά στα παιδιά και όχι επικίνδυνα, έτσι στους περισσότερους από τους συμμετέχοντες της μελέτης δεν δόθηκε καμία ειδική αγωγή», δήλωσε ο Terrie Moffitt, καθηγητής νευρολογίας και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.

Αυτό που κάνει τη Νέα Ζηλανδία να αποτελεί ένα σημαντικό φυσικό πείραμα είναι ότι η κυκλοφορία των αυτοκινήτων περνά μέσα από πολλές γειτονιές. Σε αντίθεση με την έκθεση σε μόλυβδο από βαφές και σωλήνες σε παλαιότερες δομές, οι οποίες δημιουργούν μεγαλύτερη απειλή για τις φτωχότερες οικογένειες, η έκθεση σε μολυβδούχες αναθυμιάσεις της βενζίνης διανεμήθηκαν σχετικά ομοιόμορφα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της Νέας Ζηλανδίας. Προτού η βενζίνη γίνει αμόλυβδη, ο μόλυβδος συσσωρευόταν σταδιακά στο ανθρώπινο σώμα και τώρα η επίπτωσή του αποδεικνύεται ότι μπορεί να διαρκεί για δεκαετίες.

Αρχίζοντας στη δεκαετία του 1920, μια ένωση που ονομάζεται τετρα-αιθυλ-μόλυβδος προστέθηκε στη βενζίνη για την ικανότητά της να ενισχύει την απόδοση των οκτανίων και να αυξάνει την ισχύ του κινητήρα. Η ίδια η ουσία δεν καίγεται, ωστόσο, ο μόλυβδος και διάφορα οξείδια του μολύβδου αναδύονται και εγκαθίστανται ως σωματίδια στα εδάφη γύρω από τις περιοχές όπου τα αυτοκίνητα κινούνται.

Στο έδαφος, δίπλα σε πολυσύχναστους δρόμους υπήρχαν οι υψηλότερες συγκεντρώσεις μολύβδου και τα παιδιά που έπαιζαν έξω εισέπνεαν σκόνη φορτωμένη με μόλυβδο. Σε κάθε περίπτωση, ο μόλυβδος εισέρχεται στο αίμα του ανθρώπου. Στη συνέχεια εγκαθίσταται στα οστά, τα δόντια και τους μαλακούς ιστούς και συσσωρεύεται στο σώμα την πάροδο του χρόνου. Ο χρόνος ημιζωής στο αίμα είναι περίπου 30 ημέρες ενώ στα κόκαλα 10-30 χρόνια. Ιδιαίτερα στα παιδιά. το αιμοποιητικό σύστημα, τα νεφρά και το κεντρικό νευρικό σύστημα  επηρεάζονται περισσότερο.

Σήμερα, εκτός από τον αέρα και τη σκόνη, η κύρια πηγή έκθεσης στον μόλυβδο είναι η τροφή  συμπεριλαμβανομένου του νερού. Η πιο κοινή, όμως, αιτία δηλητηρίασης από μόλυβδο στα μικρά παιδιά είναι ορισμένες μπογιές, προηγούμενης γενιάς, που περιέχουν μόλυβδο – τα μικρά παιδιά μασούν κομμάτια ξεφλουδισμένων φύλλων μπογιάς. Τα μωρά και τα παιδιά απορροφούν περισσότερο μόλυβδο σε σχέση με τους ενήλικες και ο εγκέφαλός τους είναι πιο ευαίσθητος στην έκθεσή του. Σημειώνεται ότι ο αιματοεγκεφαλικός φραγμός που προστατεύει τον εγκέφαλο, είναι είτε ανύπαρκτος είτε ατελώς αναπτυγμένος μέχρι τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής.

Δείτε επίσης