Η αναβλητικότητα έχει “ρίζες” στον εγκέφαλο

Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς την προθυμία τους να αναλάβουν δράση ή την ικανότητά τους να συνεχίζουν κάτι που έχουν ήδη αρχίσει. Ενώ μερικά άτομα είναι αναβλητικά, δηλαδή τείνουν να αναβάλλουν τα πράγματα που έχουν να κάνουν, άλλοι εύκολα αναλαμβάνουν δράση στη στιγμή. Επίσης, ενώ μερικά άτομα επηρεάζονται εύκολα από κάποιο μικρό εμπόδιο την ώρα που κάνουν κάτι και αυτό τους σταματά, άλλα συνεχίζουν απτόητα.

Αν και κάθε άνθρωπος διαθέτει μια φυσική αδράνεια, η αναβλητικότητα στην ακραία της μορφή είναι μια παθολογική κατάσταση, όπου το άτομο αναβάλλει τα πράγματα που έχει να κάνει παρότι αντιλαμβάνεται ότι αυτό είναι χειρότερο για τον ίδιο, π.χ. για την υγεία του, την επαγγελματική του καριέρα κλπ. Αυτή η παράλογη συμπεριφορά συνδέεται με άλλες μορφές προσωπικής αποτυχίας, που έχουν ρίζες στη νευροβιολογία, και μπορεί να επιδεινωθεί από περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά. Οι αναστολές συχνά βασίζονται σε έντονα αρνητικά συναισθήματα.

Το 1981, ο Γερμανός ψυχολόγος Julius Kuhl παρατήρησε ότι μερικά άτομα, κατά τη διάρκεια μιας δραστηριότητας, μπορούν και αντιμετωπίζουν τα αρνητικά συναισθήματά τους και να παρακάμπτουν το άγχος, ενώ άλλα άτομα δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο με αποτέλεσμα να σταματούν τη δραστηριότητά τους ή να μην την αρχίζουν καν. Σ’ αυτήν τη διαδικασία εμπλέκεται η ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων, των σκέψεων και της συμπεριφορές για την εκπλήρωση μιας πρόθεσης.

Το ερώτημα είναι που οφείλεται αυτή η διαφορά στη συμπεριφορά μεταξύ των ατόμων. Θα μπορούσε ως ένα βαθμό να είναι θέμα εκπαίδευσης αλλά φαίνεται πως οι διαφορές στην κινητοποίηση έχουν ως βάση τις εγκεφαλικές διαφορές.

Η αμυγδαλή

Σύμφωνα με μια γερμανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Psychological Science, η τάση να αναβάλλει κανείς διάφορα πράγματα αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του εγκεφάλου και δεν είναι απλά ένα στοιχείο του χαρακτήρα μας.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Ruhr στο Μπόχουμ, υπέβαλλαν σε μαγνητικές εγκεφαλικές απεικονίσεις 264 άνδρες και γυναίκες, ηλικίας 18-35 ετών. Αξιολόγησαν τον όγκο των μεμονωμένων περιοχών του εγκεφάλου και τη λειτουργική συνδεσιμότητα μεταξύ τους. Επιπλέον, όλοι οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που μετρά την ικανότητα ελέγχου της δράσης.

Οι μαγνητικές τομογραφίες αποκάλυψαν ότι τα άτομα με αυξημένη αναβλητικότητα τείνουν να έχουν μεγαλύτερη αμυγδαλή, μια εγκεφαλική περιοχή που παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση των συναισθημάτων και της κινητοποίησης. “Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι ο κύριος ρόλος της αμυγδαλής είναι να μας προειδοποιεί για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες συγκεκριμένων δράσεων”, ανέφερε η επικεφαλής της μελέτης Caroline Schlüter. Κατά την Schlüter, πιθανόν τα άτομα με μεγαλύτερη αμυγδαλή να είναι πιο αγχώδη, κάτι που ίσως οδηγεί σε δισταγμό και αναβλητικότητα.

Οι Γερμανοί ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι οι αναβλητικοί άνθρωποι έτειναν να έχουν πιο αποδυναμωμένη επικοινωνία μεταξύ της αμυγδαλής και του ραχιαίου πρόσθιου κοιλιακού φλοιού, μια περιοχή που εμπλέκεται στη ρύθμιση των συναισθημάτων, της ενσυναίσθησης, του ελέγχου της παρόρμησης και της λήψης αποφάσεων.

Οι ερευνητές υποθέτουν ότι αν η αλληλεπίδραση αμυγδαλής και ραχιαίου πρόσθιου κοιλιακού φλοιού είναι εξασθενημένη, τότε δεν μπορεί να εκτελεστεί επιτυχώς ο έλεγχος της δράσης.

Οι μελλοντικές μελέτες θα δείξουν εάν ο βαθμός ελέγχου της δράσης μπορεί να τροποποιηθεί μέσω ειδικής εκπαίδευσης ή εγκεφαλικής διέγερσης.

“Αν και οι διαφορές όσον αφορά την ικανότητά μας να ελέγξουμε τις ενέργειές μας επηρεάζουν την ιδιωτική και επαγγελματική μας επιτυχία καθώς και την ψυχική και σωματική υγεία μας σε σημαντικό βαθμό, τα νευρικά τους θεμέλια δεν έχουν ακόμη μελετηθεί επαρκώς”, τόνισε η Schlüter.

Παρά τις πολυάριθμες μελέτες, η παθολογική τάση για αναβολή δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή και εξακολουθεί να θεωρείται ως ένα περίπλοκο και ανομοιογενές φαινόμενο. Συνδέεται πάντως με ορισμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας όπως είναι η παρορμητικότητα και ο νευρωτισμός.

Δείτε επίσης