Μεγάλη μελέτη δεν βρήκε σχέση κορεσμένων λιπαρών με καρδιαγγειακά επεισόδια

Μια μεγάλη μελέτη που περιέλαβε πάνω από 100.000 άτομα δεν βρήκε σχέση μεταξύ κατανάλωσης κορεσμένου λίπους και ανάπτυξης καρδιακών παθήσεων. Η προκαταρκτική έρευνα παρουσιάστηκε στο ESC Congress 2021. Βρήκε μεν ότι τα κορεσμένα λίπη από το κρέας μπορεί να σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο ενώ τα κορεσμένα από τα γαλακτοκομικά με μικρότερο κίνδυνο, αλλά όταν ελήφθη υπόψη ο Δείκτης Μάζας Σώματος, αυτές οι συσχετίσεις δεν ήταν στατιστικά σημαντικές.

Η συγγραφέας της μελέτης Δρ. Rebecca Kelly από το Nuffield Department of Population Health, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσε: “Η σχέση που παρατηρήθηκε μεταξύ κορεσμένου λίπους και κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων στις μελέτες παρατήρησης ήταν προηγουμένως ασαφής. Τα ευρήματά μας είναι σημαντικά επειδή παρέχουν μια πιθανή εξήγηση ότι η σχέση μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την πηγή τροφής. Διαπιστώσαμε ότι τα κορεσμένα λίπη από το κρέας μπορεί να σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο σε σχέση με άλλες πηγές τροφίμων -εν μέρει επειδή εκείνοι που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες κρέατος είχαν επίσης υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) από τους χαμηλούς καταναλωτές”.

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία θανάτου και αναπηρίας παγκοσμίως. Η κατανάλωση υψηλότερων ποσοτήτων κορεσμένου λίπους συνδέεται με αυξημένη λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας (LDL) ή «κακή» χοληστερόλη, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι διαφορετικοί τύποι τροφίμων πλούσιων σε κορεσμένα λιπαρά, ιδιαίτερα το κρέας και τα γαλακτοκομικά, μπορεί να έχουν διαφορετικές συσχετίσεις με τις καρδιαγγειακές παθήσεις.

Ως εκ τούτου, αυτή η μελέτη εξέτασε πώς το κορεσμένο λίπος από διάφορες τροφές σχετίζεται με ισχαιμική καρδιακή νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο και συνολική καρδιαγγειακή νόσο (καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικά επεισόδια συνδυασμένα).

Η μελέτη περιελάμβανε 114.285 συμμετέχοντες στη Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου που ήταν απαλλαγμένοι από καρδιαγγειακές παθήσεις στην αρχή της μελέτης. Οι συμμετέχοντες ολοκλήρωσαν διατροφικές αξιολογήσεις ρωτώντας τι έφαγαν την προηγούμενη ημέρα για να εκτιμήσουν τη συνήθη πρόσληψή τους σε συνολικά κορεσμένα λιπαρά και κορεσμένα λιπαρά από διαφορετικά τρόφιμα (π.χ. γαλακτοκομικά και κρέας). Συμπλήρωσαν επίσης ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο για τον τρόπο ζωής και έδωσαν δείγματα αίματος.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους συμμετέχοντες για περίπου 8,5 χρόνια χρησιμοποιώντας πληροφορίες από συνδεδεμένα αρχεία νοσοκομείων και θανάτων για να διαπιστώσουν εάν εμφάνισαν καρδιαγγειακή νόσο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης, η συνολική καρδιαγγειακή νόσος, η καρδιακή νόσος και το εγκεφαλικό επεισόδιο εμφανίστηκαν σε 4.365, 3.394 και 1.041 συμμετέχοντες, αντίστοιχα.

Τα δεδομένα αναλύθηκαν για να εκτιμηθεί εάν υπήρχε σχέση μεταξύ της πρόσληψης κορεσμένου λίπους συνολικά και από συγκεκριμένα τρόφιμα και των καρδιαγγειακών ασθενειών. Οι αναλύσεις έλαβαν υπόψη τον τρόπο ζωής, κοινωνικοοικονομικούς και ιατρικούς παράγοντες.

Δεν υπήρχαν σαφείς συσχετίσεις μεταξύ του συνολικού κορεσμένου λίπους και των αποτελεσμάτων των καρδιαγγειακών παθήσεων. Ωστόσο, η κατανάλωση 5% υψηλότερης συνολικής ενέργειας από κορεσμένα λιπαρά από κρέας συσχετίστηκε με 19% και 21% αυξημένο κίνδυνο συνολικής καρδιαγγειακής νόσου και καρδιακής νόσου, αντίστοιχα -αλλά οι συσχετίσεις δεν παρέμειναν στατιστικά σημαντικές μετά τον υπολογισμό του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).

Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι συσχετίσεις των κορεσμένων λιπαρών από γαλακτοκομικά με τις καρδιακές παθήσεις πήγαν προς την αντίθετη κατεύθυνση -δηλαδή τα κορεσμένα λιπαρά του γάλακτος έκαναν καλό- αλλά αυτή η συσχέτιση δεν ήταν σαφής μετά τον υπολογισμό του ΔΜΣ.

Ο Δρ Kelly είπε: “Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι οι διαφορές στον ΔΜΣ μπορεί να ευθύνονται, εν μέρει, για τη σχέση μεταξύ καρδιαγγειακών παθήσεων και κορεσμένων λιπαρών από το κρέας. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί εάν αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένο αντίκτυπο του κορεσμένου λίπους από το κρέας στον ΔΜΣ ή επειδή όσοι έχουν υψηλότερο ΔΜΣ καταναλώνουν περισσότερο κρέας. Επιπλέον, είναι δύσκολο να διαχωριστεί πλήρως εάν μέρος της επίδρασης του κορεσμένου λίπους στις καρδιαγγειακές παθήσεις μπορεί να οφείλεται στην υψηλότερη LDL χοληστερόλη σε αυτήν την ομάδα επειδή η χρήση φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερόλης είναι συχνή στους ενήλικες του Ηνωμένου Βασιλείου”.

Ο Kelly κατέληξε: “Συνιστούμε να ακολουθείτε τις συμβουλές για τις διατροφικές οδηγίες για να καταναλώνετε λιγότερο από το 10% της καθημερινής ενέργειας από κορεσμένα λιπαρά. Τα ευρήματά μας τονίζουν τη σημασία της μελέτης των διαφόρων πηγών τροφής κορεσμένου λίπους κατά την εξέταση του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων. Περαιτέρω έρευνα χρειάζεται για να διασφαλιστεί ότι αυτές οι παρατηρήσεις δεν επηρεάστηκαν από διαιτητικούς ή μη διατροφικούς παράγοντες που δεν μετρήθηκαν σε αυτή τη μελέτη”.

Δείτε επίσης