Επιταχύνεται η γήρανση του πληθυσμού

Πολύ αργούς ρυθμούς ανάπτυξης του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών (15-64 ετών) στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια και ενδεχόμενη περαιτέρω μείωσή τους στη συνέχεια, με αποτέλεσμα οι άνω των 65 ετών να φτάσουν το 25% του συνολικού πληθυσμού της χώρας το 2030 και το 30% το 2050, προβλέπει μελέτη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρωνα Κοτζαμάνη.

“Στην Ελλάδα, πιθανότατα, ως το 2025, τόσο ο συνολικός πληθυσμός όσο και ο πληθυσμός των παραγωγικών ηλικιών (15-64 ετών) θα αυξάνονται με πολύ αργούς ρυθμούς. Εν συνεχεία, δεν αποκλείεται μείωσή τους, αν η συγχρονική γονιμότητα παραμείνει σε επίπεδα χαμηλότερα της αναπαραγωγής των γενεών (<2,1 παιδιά/γυναίκα) και τα μεταναστευτικά ισοζύγια συρρικνωθούν. Στην περίπτωση αυτή, οι άνω των 65 ετών θα μπορούσαν να φτάσουν το 25% του συνολικού πληθυσμού της χώρας μας το 2030 και το 30% το 2050, αυξανόμενοι αντιστοίχως κατά 800.000 και 1.400.000 άτομα (2,0 εκατομ. το 2007, 2,8 το 2030 και 3,4 το 2050)”, επισημαίνει ο καθηγητής.

Ταυτόχρονα- σημειώνει- παράλληλα με τη συνταξιοδότηση, από τα μέσα του αιώνα μας, των λιγότερο πολυαρίθμων γενεών της περιόδου 1980-2000, το ποσοστό των δυνάμει ενεργών ατόμων αναμένεται να μειωθεί ακόμη περισσότερο το 2050, έστω και αν η γονιμότητα αυξηθεί λίγο.

Εκ των προαναφερθέντων, προκύπτει μια επιδείνωση της αναλογίας του πληθυσμού παραγωγικών ηλικιών σε σχέση με αυτόν σε ηλικία συνταξιοδότησης (τάση που χαρακτηρίζει φυσικά όχι μόνον την Ελλάδα αλλά όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας).

“Η μη αναστρέψιμη αυτή γήρανση του πληθυσμού, προφανώς, δεν είναι ένα βιολογικό, α-ιστορικό φαινόμενο και φυσικά το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των ηλικιωμένων, ούτε στις αυξάνουσες αναλογίες που προσδιορίζονται από τις πληθυσμιακές πυραμίδες, αλλά στο ρόλο (status) της ομάδας αυτής. Δεν έγκειται τόσο στις ανησυχίες π.χ. για την κατάσταση των ταμείων και τις δαπάνες υγείας, όσο στον τρόπο που η κοινωνία μας θα ‘θεσμοθετήσει’ τη γήρανση και θα χρησιμοποιήσει – ή όχι – το τεράστιο ανθρώπινο απόθεμα που αντιπροσωπεύουν οι ηλικιωμένοι. Αυτή θα είναι και μια από τις βασικές προκλήσεις του αιώνα μας, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη”, επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης.

Η εξέλιξη του παγκόσμιου πληθυσμού

Σε ό,τι αφορά τον παγκόσμιο πληθυσμό, ο κ. Κοτζαμάνης επισημαίνει με δηλώσεις του ότι οι πληθυσμιακές προοπτικές, βασιζόμενες στο μοντέλο της δημογραφικής μετάβασης, μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε το πεδίο του πιθανού με κάποια περιθώρια αβεβαιότητας (ιδιαίτερα όσον αφορά τη μελλοντική μετανάστευση). Έτσι, η διεύθυνση Πληθυσμού του ΟΗΕ δημοσιεύει σειρά τέτοιων προβολών για όλες τις χώρες του πλανήτη μας, όπου στις πλέον πρόσφατες εξ αυτών, με βάση το “μέσο” σενάριο, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα 7,5 δισεκατομμύρια το 2020 και τα 8,9 το 2050, με προοπτικές προοδευτικής σταθεροποίησης στη συνέχεια.

Η αύξηση αυτή, ως το 2050, θα προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από τις λιγότερο ανεπτυγμένες -σήμερα- χώρες, με αποτέλεσμα το ειδικό βάρος των ηπείρων να μεταβληθεί. Για παράδειγμα, ο πληθυσμός της Ευρώπης (της ηπείρου, η οποία γνώρισε πρώτη τη μετάβαση από υψηλά σε χαμηλά επίπεδα θνησιμότητας και γονιμότητας) από το 11% του παγκόσμιου πληθυσμού το 2000 θα αντιπροσωπεύει μόλις το 7% το 2050, ενώ, αντιθέτως, ο πληθυσμός της Αφρικής από το 13% το 20% αντίστοιχα.

Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, οι πλέον ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη μας θα γνωρίσουν μια επιτάχυνση της γήρανσής τους, ενώ οι λιγότερο ανεπτυγμένες θα παραμείνουν μέχρι και τα μέσα του αιώνα μας ιδιαίτερα νεανικές.

Έτσι, στις πρώτες, οι άνω των 65 ετών θα αποτελούν το 2050 πιθανότατα το 25% του πληθυσμού τους, ενώ στις λιγότερο ανεπτυγμένες μόνον το 14% (“ενδιάμεσο” σενάριο). Φυσικά, και οι χώρες αυτές δεν θα αποφύγουν τη δημογραφική γήρανση, που θα είναι ταχύτατη στο δεύτερο μισό του αιώνα μας, προσθέτοντάς τους νέα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα.

Ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει ξεπεράσει σήμερα τα 6,3 δισεκατομμύρια. Αν κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο χρόνο, θα διαπιστώσουμε ότι υπερ-διπλασιάστηκε τα τελευταία 70 χρόνια (ήταν γύρω στα 3 δις το 1940), τετραπλασιάσθηκε από το 1900 (ήταν 1,63 δις), πενταπλασιάσθηκε από το 1850 (1,24 δις) και εννεαπλασιάστηκε από το 1700 (ήταν μόλις 0,68 δις).

Διαπιστώνουμε έτσι ότι, αν χρειάσθηκε μόνον ένας αιώνας (ο ΧΧος) για να τετραπλασιασθεί ο αριθμός των κατοίκων του πλανήτη μας, απαιτήθηκαν πάνω από 450 χρόνια (1250-1700) για να αυξηθεί κατά 60% (περνώντας από 420 εκατομ. το 1250 στα 680 εκατομ.το 1700), και εκ νέου 750 χρόνια (500-1250) για να διπλασιασθεί (417 εκατομ. το 1250, 207 εκατομ. το 500 μ.Χ.). Η εξέλιξη επομένως του παγκόσμιου πληθυσμού δεν υπήρξε ποτέ γραμμική, αλλά “ανώμαλη” και μέχρι τις αρχές του XVIου αιώνα, περίοδοι ταχείας αύξησης διαδέχονταν περιόδους κρίσης και συρρίκνωσης και αντίστροφα.

Οι ρυθμοί αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού άρχισαν να επιταχύνονται σημαντικά μόλις στη διάρκεια του 18ου αιώνα, καθώς από 6‰ ετησίως ανάμεσα στον 1ο και τον 17ο αιώνα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ανέρχεται σε 34‰ (έξι φορές υψηλότερος) ανάμεσα στο 1700 και το 1800, με αποτέλεσμα ο παγκόσμιος πληθυσμός να αυξηθεί κατά 40% σε έναν και μόνον αιώνα (από τα 680 στα 950 εκατομμύρια).

Η αύξηση αυτή (+270 εκατομμύρια) οφείλεται κατά το ήμισυ στην αύξηση του κινεζικού πληθυσμού, που ανέρχεται πλέον σε 330 εκατομ. το 1800 (35% του πληθυσμού του πλανήτη μας) και σε μικρότερο βαθμό, στην αύξηση του πληθυσμού της Ευρώπης, που το ίδιο έτος συγκεντρώνει το 19% του παγκόσμιου πληθυσμού (αύξηση κατά 60 εκατομμύρια τον 18ο αιώνα).

Στο εσωτερικό της ανερχόμενης δημογραφικά τον αιώνα αυτό Ευρώπης, διακρίνουμε δύο μεγάλους πόλους: το δυτικό (με τη Γαλλία των 29 εκατομμυρίων) και τον ανατολικό (με τη Ρωσία των 36 εκατομμυρίων). Ο 18ος αιώνας, όμως, είναι ανεπιφύλακτα “γαλλικός”, καθώς η δημογραφική απογείωση της χώρας αυτής συμπίπτει με την οικονομική, πολίτικη, πολιτιστική και στρατιωτική της ηγεμονία, με αποτέλεσμα η γαλλική γλώσσα να αναδειχθεί τον αιώνα αυτό παγκοσμίως ως γλώσσα επικοινωνίας και συναλλαγών.

Στον αιώνα που θα ακολουθήσει (19ο), οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού επιταχύνονται και ο πληθυσμός του πλανήτη μας θα αυξηθεί κατά 1,7 φορές. Η δημογραφική μετάβαση θα ενισχύσει το δημογραφικό βάρος της Ευρώπης, που υπερδιπλασιάζει τον πληθυσμό της (180 εκατομμύρια το 1800 και 390 το 1900), αποτελώντας το 24% του πληθυσμού του πλανήτη μας. Υποβοηθουμένη από τα τεχνολογικά επιτεύγματα, η “έκρηξη” του ευρωπαϊκού πληθυσμού θα προκαλέσει και τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, που θα οδηγήσουν στον εποικισμό του Νέου Κόσμου (Η.Π.Α., Καναδά, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Λατινική Αμερική) και δευτερευόντως, στη διείσδυση ευρωπαϊκών πληθυσμών στη Βόρεια Αφρική. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια του ίδιου αιώνα, αναδεικνύεται ήδη σε αδρές γραμμές το δημογραφικό περίγραμμα του πλανήτη μας και οι πρώτες μεγάλες δημογραφικές συγκεντρώσεις, καθώς στα τέλη του 19ου αιώνα από τις 50 χώρες του πλανήτη μας, 9 έχουν πλέον πληθυσμό πάνω από 40 εκατομμύρια (Γερμανία, Αγγελία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ρωσία, Ιαπωνία, Ινδονησία, Κίνα και Ινδία) έναντι μόνο δυο (Κίνας και Ινδίας) το 1800.

Η κατανομή του παγκόσμιου πληθυσμού στις διάφορες ηπείρους ελάχιστα θα μεταβληθεί κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 20ου αιώνα, παρ’ όλο που οι ρυθμοί αύξησής του επιταχύνονται (+55% στο διάστημα 1900-1950, έναντι +32% κατά την προηγουμένη πεντηκονταετία και +30% κατά την περίοδο 1800-1850).

Προοδευτικά, όμως, νέες περιοχές αρχίζουν να αναδύονται δημογραφικά (Ασία, Λατινικά Αμερική, Αφρική), αυξάνοντας το ειδικό τους βάρος στον παγκόσμιο πληθυσμό. Αντίθετα, η Ευρώπη, ισχυρά δοκιμασμένη από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους (απώλειες 8 εκ. στον πρώτο και διπλάσιες σχεδόν στο δεύτερο), αρχίζει να χάνει το δημογραφικό δυναμισμό των δύο προηγουμένων αιώνων.

Η ήπειρος αυτή, από την οποία ξεκίνησε βασικά η δημογραφική μετάβαση (Γαλλία αρχικά, ακολουθουμένη από την Αγγλία και τις σκανδιναβικές χώρες), εισέρχεται ταχύτερα στην επόμενη φάση που χαρακτηρίζεται από πτώση της γεννητικότητας και προοδευτική συρρίκνωση των φυσικών ισοζυγίων. Ακολουθούν οι ανεπτυγμένες υπερατλαντικές χώρες. που συνεχίζουν, όμως, να χαρακτηρίζονται από θετικότατα μεταναστευτικά ισοζύγια μέχρι και το μεσοπόλεμο.

Έτσι, με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πόλεμου, το ειδικό βάρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού μειώνεται ελαφρώς, εν αντιθέσει με αυτό της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, και, σε μικρότερο βαθμό, της Αφρικής, που μόλις εισέρχεται στη πρώτη φάση της δημογραφικής της μετάβασης, με αμετάβλητη μεν την γεννητικότητά της, αλλά συρρικνώνοντας ταχύτατα τη θνησιμότητα, χάρη στη διάχυση των δυτικών ιατρικών επιτευγμάτων.

Δείτε επίσης