Η στέβια (λατ. Stevia rebaudiana), είναι ένα φυτό με μεγάλο γεωργικό, βιομηχανικό και εμπορικό ενδιαφέρον τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ΕΕ. Τα επόμενα 4-6 χρόνια και αφού τηρηθούν ορισμένες προϋποθέσεις, η στέβια μπορεί να αποτελέσει μια εναλλακτική δυναμική καλλιέργεια για τους πρώην καπνοπαραγωγούς.
H καλλιέργεια της στέβιας θα συμβάλλει στη διαφοροποίηση της ελληνικής γεωργίας και στην αξιοποίηση πολλών γεωργικών εκτάσεων που εγκαταλείφθηκαν ή είναι σε αγρανάπαυση και μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα και απασχόληση, χωρίς επιδότηση.
Η στέβια είναι ένα φυτό πολυετές, ποώδες και πολύκλαδο το οποίο προέρχεται από την Νότια και την Κεντρική Αμερική και μια σημαντική ιδιότητά της είναι η γλυκιά γεύση. Όταν ο Παραγουανός βοτανολόγος Moises Santiago Bertoni ανακάλυψε το φυτό το 19ο αιώνα, είπε: “Αν βάλει κανείς στο στόμα ένα μικρό κομματάκι φύλλο ή κλαδάκι, θα εκπλαγεί από την παράξενη και εντονότατη γλυκύτητά του. ‘Ενα κομματάκι λίγων τετραγωνικών χιλιοστών φτάνει για να κρατήσει το στόμα γλυκό για μια ώρα. Λίγα μικρά φύλλα αρκούν για να γλυκάνουν ένα φλυτζάνι δυνατού καφέ ή τσαγιού“.
Λόγω της γλυκύτητας της αλλά και της ανθεκτικότητας της στις υψηλές θερμοκρασίες η στέβια και τα παράγωγά της χρησιμοποιούνται ως γλυκαντικά στα τρόφιμα αντικαθιστώντας τη ζάχαρη. Τα φύλλα της στέβιας περιέχουν γλυκαντικές ουσίες που είναι εξήντα έως ογδόντα φορές γλυκύτερες της ζάχαρης, ενώ το τελικό προϊόν που εξάγεται με φυσικό τρόπο, με τη μέθοδο της εκχύλισης (άσπρη σκόνη) είναι 300 γλυκύτερο. Η στέβια θεωρείται από πολλούς ως το φυτό της επόμενης χιλιετίας, όχι τόσο για την γλυκαντική του αξία, όσο για τις μηδενικές του θερμιδικές αξίες και τις ευεργετικές επιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Ένα πλεονέκτημα είναι ότι η κρυσταλλική γλυκιά ουσία της στέβια είναι σταθερή σε θερμοκρασία έως και 200 βαθμών Κελσίου, ιδιότητα που επιτρέπει τη χρήση της στη μαγειρική, σε αντίθεση με την ασπαρτάμη που διασπάται εύκολα μόλις η θερμοκρασία θερμοκρασία άνω των 30 βαθμών Κελσίου.
Εκτός της βιομηχανικής αξίας του φυτού έχει νόημα κάθε νοικοκυριό που έχει ένα μικρό κήπο να διατηρεί λίγες γλάστρες με φυτά στέβιας για τις καθημερινές ανάγκες του. Η στέβια μπορεί να χρησιμοποιηθεί φρέσκια αλλά και αποξηραμένη, στο φαγητό, σε σαλάτες, σε γλυκά, σε ποτά. Η στέβια στην άγρια κατάστασή της φυτρώνει σε αμμώδη, μικρής γονιμότητας εδάφη στις άκρες ποταμών και ρεμάτων κι αυτό δείχνει ότι δεν είναι ένα ιδιαίτερα απαιτητικό φυτό όσον αφορά τις συνθήκες ανάπτυξης του. Χωρίς κλάδεμα γίνεται περίπου 60 εκατοστά.
«Το φυτό της νέας χιλιετίας»
Δεν είναι τυχαίο που η στέβια έχει αποσπάσει τον τίτλο του φυτού της νέας χιλιετίας. Ενισχύει την άμυνα του οργανισμού, προστατεύει από τους ιούς έχει αντιγηραντική δράση, ωφελεί στην υγιεινή του στόματος και προλαμβάνει την τερηδόνα (αντίθετα από τη ζάχαρη που προκαλεί τερηδόνα). Γι’ αυτούς όμως ακριβώς τους λόγους οι βιομηχανίες ζάχαρης και τα αντίπαλα γλυκαντικά «πολεμούν» επί χρόνια το συγκεκριμένο φυτό.
Η στέβια είναι ήδη δημοφιλές γλυκαντικό στην Κίνα, η οποία μάλιστα έχει ξεπεράσει σε παραγωγή την Παραγουάη. Η Κίνα καλλιεργεί σήμερα στέβια σε 200.000 στρέμματα, ενώ οι καλλιέργειες στην Παραγουάη περιορίζονται στα 15.000 στρέμματα.
Όμως, στις περισσότερες χώρες, η στέβια δεν έχει εγκριθεί για χρήση στα τρόφιμα. Στις ΗΠΑ, το 1991 απαγορεύθηκε η εισαγωγή και η χρήση της ως γλυκαντικής ουσίας παρότι ο εθνικός φορέας φαρμάκων και τροφίμων των ΗΠΑ, FDA (Food and Drug Administration) δεν είχε δεχθεί καμία καταγγελία για το προϊόν ενώ έχει δεχτεί 7.000 για την ασπαρτάμη, η οποία εξακολουθεί να κυκλοφορεί στο εμπόριο. Το 1995, ο FDA επέτρεψε την κυκλοφορία της υπό τον όρο να χαρακτηρίζεται ρητά «συμπλήρωμα διατροφής». Τελικά, στα τέλη του 2008 η στέβια πήρε την έγκριση χρήσης της σαν τρόφιμο και σαν υποκατάστατο της ζάχαρης.
Στην Ευρώπη, επιτρέπεται από το 2005 η χρήση της στέβιας και εκχυλισμάτων της στα σιτηρέσια (ως αρωματικό συστατικό) έως ποσοστό 2 % και στα καλλυντικά. Το Μάρτιο του 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) γνωμοδότησε σε σχετικά αιτήματα ότι δεν είναι καρκινογόνος, δεν είναι τοξική και δεν είναι επικίνδυνη στην ανθρώπινη αναπαραγωγή.
Η Στέβια μπορεί να καλλιεργηθεί στην Ελλάδα σε έκταση γύρω στα 300.000 στρέμματα και να προσφέρει νέα εισοδήματα στους καλλιεργητές. Η καλλιέργεια 300.000 στρεμμάτων ζαχαρότευτλων δίνουν συνολικό γεωργικό εισόδημα στους αγρότες περίπου 75.000.000 ευρώ ( δηλαδή 300.000 Χ 250 ευρώ γεωργικό εισόδημα κατά στρέμμα = 75.000.000 ευρώ), ενώ η καλλιέργεια ίσης έκτασης με Στέβια δίνει συνολικό μικτό γεωργικό εισόδημα περίπου 240 – 300 εκατ. ευρώ, δηλαδή πολλαπλάσιο από τα ζαχαρότευτλα. Το καθαρό κέρδος από την καλλιέργεια της Στέβιας ανέρχεται στα 250-300 ευρώ ανά στρέμμα.
Σήμερα, αρκετοί ειδικοί αναμένουν ότι η στέβια θα εκτοπίσει μελλοντικά όλες τις άλλες γλυκαντικές ουσίες και κυρίως τη ζάχαρη. Έτσι η στέβια που μέχρι λίγα χρόνια ήταν άγνωστη στην Ελλάδα, ίσως αποδειχθεί μια πολύ καλή καλλιέργεια που θα αντικαταστήσει ένα μέρος της καπνοκαλλιέργειας και της τευτλοκαλλιέργειας.