Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα είναι μία πάθηση κατά την οποία υπάρχει πίεση σε ένα νεύρο που διασχίζει την πρόσθια επιφάνεια του καρπού και λέγεται μέσο νεύρο.
Το μέσο νεύρο βρίσκεται σε έναν σωλήνα, μαζί με τους τένοντες που λυγίζουν τα δάκτυλα του χεριού. Εάν αυτός ο σωλήνας για κάποιο λόγο δέχεται πίεση, ή εάν ο χώρος του σωλήνα μειωθεί από διάφορα αίτια, ασκείται πίεση στο νεύρο και συνήθως έχει ως αποτέλεσμα να εμφανίζεται πόνος ή μουδιάσματα στο χέρι.
H πάθηση αποκαλείται και “ασθένεια του υπολογιστή” καθώς πλήττει περισσότερο όσους χρησιμοποιούν για ώρες το πληκτρολόγιο καταπονώντας τον καρπό τους.
Συμπτώματα
Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα εμφανίζεται αρχικά με ένα ακαθόριστο αίσθημα βάρους στον καρπό. Αυτό σταδιακά εξελίσσεται σε μούδιασμα ή πόνο που φτάνει στα τρία πρώτα δάχτυλα, κυρίως τον αντίχειρα και το δείκτη και πάντως ποτέ το μικρό δάχτυλο. Υπάρχει επίσης μια αίσθηση ηλεκτρικού ρεύματος στον αντίχειρα, τον δείκτη και το μέσο δάκτυλο.
Τα συμπτώματα συνήθως γίνονται χειρότερα κατά τη νύχτα. Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι περισσότερο συνηθισμένο στις γυναίκες από ότι στους άνδρες και σχετίζεται μερικές φορές με αρθρίτιδα, εγκυμοσύνη, κατάγματα του καρπού, διαβήτη ή προβλήματα με το θυρεοειδή αδένα. Πάντως, για τους περισσότερους ασθενείς δεν υπάρχει μία ιδιαίτερη αιτία.
Εάν τα συμπτώματα είναι ήπια, το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα μπορεί να αντιμετωπιστεί με έναν ειδικό νάρθηκα για τον καρπό που χρησιμοποιείται κατά τις νυχτερινές ώρες. Ένα άλλο θεραπευτικό μέσο είναι η έγχυση (ένεση) στεροειδούς φαρμάκου κοντά στον καρπιαίο σωλήνα, που μπορεί να μειώσει τις αιμωδίες ή τον πόνο στους περισσότερους ανθρώπους, αλλά τα συμπτώματα συνήθως επανέρχονται στους περισσότερους ασθενείς μετά από μερικές εβδομάδες ή μήνες. Εάν τα συμπτώματα είναι σοβαρής μορφής ή τα προηγούμενα θεραπευτικά μέσα αποτύχουν, τότε ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία.
Στην περίπτωση που υπάρχει μία σαφής υποκείμενη νόσος που προκαλεί το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα και αντιμετωπιστεί, τότε τα συμπτώματα εξαφανίζονται. Όταν όμως δεν υπάρχει υποκείμενη αιτία και η πάθηση δεν αντιμετωπιστεί χειρουργικά τότε υπάρχει κίνδυνος για μόνιμη βλάβη του νεύρου. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την ατροφία των μυών στον αντίχειρα, ενώ τα μουδιάσματα μπορεί να γίνουν μόνιμα, και σε αυτό το στάδιο η χειρουργική επέμβαση ίσως να μη βελτιώσει τα συμπτώματα.
Αντιμετώπιση
Αν διαγνωσθεί έγκαιρα το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα μπορεί να ανακουφισθεί χωρίς χειρουργική επέμβαση. Σε περιπτώσεις όπου η διάγνωση είναι αβέβαιη ή η πάθηση είναι ήπια ως μέτρια, ο ιατρός θα προτιμήσει απλά μέτρα θεραπείας με:
1.Κηδεμόνα: ένα νάρθηκα νυκτός που κρατά τον καρπό σε μια ουδέτερη θέση. Αυτό αποτρέπει το νυχτερινό ερεθισμό του μέσου νεύρου. Νάρθηκας μπορεί να φορεθεί και κατά την διάρκεια δραστηριοτήτων που επιδεινώνουν τα συμπτώματα.
2. Φάρμακα: Τα αντιφλεγμονώδη χαπια μπορούν να βοηθήσουν στην ανακούφιση του πόνου.
3. Αλλαγές δραστηριότητας: Αν οι απαιτήσεις εργασίας προκαλούν συμπτώματα, η αλλαγή ή τροποποίηση της θέσης εργασίας, μπορεί να επιβραδύνει ή να σταματήσει την εξέλιξη της πάθησης.
4. Ενέσεις κορτικοστεροειδών: Μια τέτοια ένεση συχνά προσφέρει ανακούφιση, αλλά τα συμπτώματα μπορεί να επανεμφανιστούν.
Αν αυτοί οι τρόποι αντιμετώπισης αποτύχουν, η χειρουργική αντιμετώπιση θα δώσει τη λύση του προβλήματος. Το χειρουργείο γίνεται υπό τοπική αναισθησία και διαρκεί συνήθως 15 λεπτά.
Κατά την εγχείρηση γίνεται μία τομή στην παλάμη του χεριού κοντά στην περιοχή του καρπού, η οποία συνεχίζεται σε βάθος, μέχρι να κοπεί ο εγκάρσιος σύνδεσμος ο οποίος αποτελεί την οροφή του καρπιαίου σωλήνα και ασκεί πίεση στο μέσο νεύρο. Η διατομή αυτού του συνδέσμου συνεπάγεται την άρση της πίεσης στο νεύρο. Στο τέλος της επέμβασης γίνεται σύγκλειση του τραύματος με ράμματα, συνήθως τρία έως τέσσερα.
Μετά τη χειρουργική επέμβαση ο ασθενής εξέρχεται της κλινικής την ίδια μέρα, ενώ φέρει στο χέρι επίδεσμο και ανάρτηση. Η αφαίρεση ραμμάτων γίνεται σε δέκα ημέρες περίπου. Είναι σημαντικό από την ημέρα του χειρουργείου ο ασθενής να κάνει συνεχώς κινήσεις στα δάκτυλα προκειμένου να μειωθεί το μετεγχειρητικό οίδημα.
Έχει παρατηρηθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις (περίπου στο 75%) τα συμπτώματα υποχωρούν γρήγορα μετά την εγχείρηση. Σε μικρό ποσοστό ασθενών τα συμπτώματα υποχωρούν μέσα σε 6 το πολύ μήνες.