Μελέτη σε ζώα εξηγεί γιατί η γρίπη μπορεί να οδηγήσει σε απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, υποδηλώνοντας ότι ο ιός της γρίπης δεν παραμένει στους πνεύμονες αλλά εξαπλώνεται σε ολόκληρο το σώμα της μητέρας.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences από ερευνητές του Πανεπιστήμιο RMIT στην Αυστραλία σε συνεργασία με κλινικούς γιατρούς από την Ιρλανδία.
Οι επιστήμονες στο παρελθόν πίστευαν ότι ο λόγος για τον οποίο η γρίπη έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία είναι επειδή το ανοσοποιητικό σύστημα καταστέλλεται προκειμένου να επιτρέψει στο έμβρυο να αναπτυχθεί, κάτι που καθιστά πιο δύσκολη την καταπολέμηση των λοιμώξεων. Ωστόσο, μια έρευνα για τη γρίπη Α σε ποντίκια δείχνει το αντίθετο: η λοίμωξη από τη γρίπη οδηγεί σε αυξημένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος κατά την εγκυμοσύνη. Ο ιός συμπεριφέρεται διαφορετικά στα σώματα των εγκύων και των μη εγκύων ποντικών.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η γρίπη εξαπλώνεται από τους πνεύμονες μέσω των αιμοφόρων αγγείων στο κυκλοφορικό σύστημα, προκαλώντας μια καταστροφική υπερ-ανοσοαπόκριση. Αυτό ανατρέπει την τρέχουσα σκέψη σχετικά με τους λόγους για τους οποίους οι ιώσεις της γρίπης επηρεάζουν σοβαρά τις εγκύους και τα μωρά τους. Τα ευρήματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες που εργάζονται για να κατανοήσουν τη θεμελιώδη βιολογία του πώς η νόσος COVID-19 εξαπλώνεται από τους πνεύμονες στο σώμα.
Η επικεφαλής της μελέτης Stella Liong δήλωσε ότι η έρευνα δείχνει ότι το αγγειακό σύστημα βρίσκεται στην “καρδιά” των δυνητικά καταστροφικών επιπλοκών που προκαλούνται από τη γρίπη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
«Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι η γρίπη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές μητρικές και εμβρυϊκές επιπλοκές αλλά το πώς συμβαίνει αυτό δεν έχει γίνει κατανοητό», δήλωσε η Liong. «Η συμβατική σκέψη έλεγε ότι ευθυνόταν το κατασταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα που εμφανίζεται κατά την εγκυμοσύνη, αλλά αυτό που βλέπουμε είναι το αντίθετο αποτέλεσμα -η λοίμωξη από τη γρίπη οδηγεί σε δραστικά αυξημένη ανοσοαπόκριση. Η φλεγμονή που βρήκαμε στο κυκλοφορικό σύστημα ήταν συντριπτική, σαν μια αγγειακή καταιγίδα που προκαλεί όλεθρο σε όλο το σώμα. Χρειαζόμαστε περαιτέρω έρευνα για να επικυρώσουμε κλινικά τα ευρήματά μας, αλλά η ανακάλυψη αυτού του νέου μηχανισμού είναι ένα κρίσιμο βήμα προς την ανάπτυξη θεραπειών κατά της γρίπης που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για έγκυες γυναίκες».
Ο καθηγητής John O’Leary, από το Trinity College Dublin, δήλωσε ότι η μελέτη είναι μια σημαντική εξέλιξη στην κατανόηση των ιογενών λοιμώξεων και της εγκυμοσύνης. «Η ανακάλυψη μιας “αγγειακής καταιγίδας” που προκαλείται από τη γρίπη είναι μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις στις φλεγμονώδεις μολυσματικές ασθένειες τα τελευταία 30 χρόνια και έχει σημαντικές επιπτώσεις σε άλλες ιογενείς λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης της νόσου COVID-19», είπε ο O’Leary.
Η γρίπη δεν μεταδίδεται άμεσα από τη μητέρα στο μωρό, αλλά η δυνητικά καταστροφική της επίδραση στη μητέρα συνδέεται με επιπλοκές στο μωρό. Οι έγκυες γυναίκες που αναπτύσσουν γρίπη διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο νοσηλείας λόγω πνευμονίας και άλλων επιπλοκών ενώ τα μωρά που έχουν πληγεί διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μειωμένης ανάπτυξης, αποβολής και πρόωρης γέννησης.
Σε μη έγκυα ποντίκια, η λοίμωξη της γρίπης παραμένει εντοπισμένη στους πνεύμονες. Αλλά σε ποντίκια που είναι σε εγκυμοσύνη, ο ιός εξαπλώνεται στο κυκλοφορικό σύστημα μέσω των αιμοφόρων αγγείων. Αυτό οδηγεί σε έντονη φλεγμονή που επηρεάζει δραστικά τη λειτουργία των μεγάλων αιμοφόρων αγγείων. Έτσι επηρεάζεται σοβαρά η υγεία της μητέρας και μπορεί επίσης να περιοριστεί η ροή του αίματος στο αναπτυσσόμενο έμβρυο.
Ο ρόλος των αγγείων
Η έρευνα δείχνει τον κρίσιμο ρόλο που παίζει το αγγειακό σύστημα στην παροχή οξυγόνο, με τη φλεγμονή στα αιμοφόρα αγγεία να μειώνει τη ροή του αίματος και τη μεταφορά θρεπτικών ουσιών από τη μαμά στο μωρό.
Είναι γνωστό ότι η μόλυνση από τη γρίπη κατά την εγκυμοσύνη οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο να γεννηθούν μωρά με μικρότερο βάρος και να υποφέρουν από ανεπάρκεια οξυγόνου. Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα έγκυα ποντίκια με γρίπη είχαν σοβαρή φλεγμονή στα μεγάλα αιμοφόρα αγγεία τους όπως είναι η αορτή. Ενώ ένα υγιές αιμοφόρο αγγείο διαστέλλεται ακόμα και 90-100% για να ρέει το αίμα ελεύθερα, τα μολυσμένα με γρίπη αιμοφόρα αγγεία μπορούσαν να διασταλούν μόνο 20-30%. Ακόμη και μια μικρή αλλαγή στη διάμετρο ενός αιμοφόρου αγγείου θα μπορούσε να έχει σημαντικές αλλαγές στη ροή του αίματος.
Ενώ οι ερευνητές δεν μέτρησαν άμεσα τη ροή του αίματος, διαπίστωσαν αύξηση ορισμένων βιοδεικτών που σχετίζονται με ανεπάρκεια οξυγόνου στα έμβρυα των μολυσμένων με γρίπη ποντικών. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο πλακούντας εκκρίνει πρωτεΐνες και απελευθερώνει εμβρυϊκό DNA στο αίμα της μητέρας, το οποίο μπορεί να προκαλέσει υποκείμενη φλεγμονή. Η νέα μελέτη δείχνει ότι η λοίμωξη από τη γρίπη μπορεί αυξήσει την υποκείμενη φλεγμονή στο σώμα της μητέρας πέρα από το όριο και να προκύψει ένα πλήρες συστηματικό φλεγμονώδες συμβάν.
Αποκαλύφθηκε επίσης μια νέα σύνδεση με την προεκλαμψία, μια επικίνδυνη επιπλοκή κατά την εγκυμοσύνη και χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση. Διαπιστώθηκε ότι η πρωτεΐνη που αυξάνεται την προεκλαμψία είναι επίσης αυξημένη όταν υπάρχει γρίπη. Οι ερευνητές είπαν ότι τα φάρμακα που στοχεύουν στην αγγειακή φλεγμονή, θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμα στο μέλλον στην περίπτωση γρίπης κατά την εγκυμοσύνη.
Η Liong τόνισε ότι η μελέτη έχει επιπτώσεις στην κατανόησή μας για το πώς ο ιός COVID-19 μπορεί να επηρεάζει το αγγειακό σύστημα. «Ο ιός της γρίπης και ο κορωνοϊός είναι διαφορετικοί, αλλά υπάρχουν παράλληλα πράγματα και γνωρίζουμε ότι η νόσος COVID-19 προκαλεί αγγειακή δυσλειτουργία, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικά επεισόδια και άλλα καρδιαγγειακά προβλήματα», είπε. «Οι μελέτες μας για την εγκυμοσύνη προσφέρουν νέες πληροφορίες για τη θεμελιώδη βιολογία του πώς οι αναπνευστικοί ιοί μπορούν να προκαλέσουν δυσλειτουργία στο αγγειακό σύστημα. Αυτό θα μπορούσε να είναι πολύτιμη γνώση για τους επιστήμονες που εργάζονται σε θεραπείες και εμβόλια για τη νόσο COVID-19».
Η νέα μελέτη είναι το αποκορύφωμα της πάνω από 10 χρόνια έρευνας στη Σχολή Υγείας και Βιοϊατρικών Επιστημών στο RMIT, οδηγώντας σε μια παγκόσμια συνεργασία.