Σε 50.000 υπολογίζονται οι νέοι που προστίθενται στον καπνιστικό πληθυσμό της χώρας κάθε χρόνο. Οι γυναίκες καπνίστριες αυξάνονται σε ποσοστό που αγγίζει το 4%, καθώς το 2006 κάπνιζε το 30,8% ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό φτάνει το 37%. Αντίθετα οι άνδρες παρουσιάζουν μείωση σε ποσοστό 7%, καθώς το 2006 κάπνιζε το 49,9% και σήμερα το 43%. Η προσέλευση των Ελλήνων στα ιατρεία διακοπής καπνίσματος εμφανίζει αύξηση κατά 30% περίπου τον τελευταίο χρόνο, ενώ η κοινή γνώμη έχει μεταστραφεί ουσιαστικά και εκφράζεται υπέρ της εφαρμογής των μέτρων για τον έλεγχο του καπνίσματος.
Τα στοιχεία δόθηκαν σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τον έλεγχο του καπνίσματος που θα πραγματοποιηθεί 2-4 Δεκεμβρίου με θέμα “Μαθαίνω να μην καπνίζω” .
Τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας με κοινές τους δράσεις δίνουν εμφαση στην Παιδεία ώστε να τεθούν οι βάσεις για την ανάπτυξη μόνιμων και διαχρονικής ισχύος εκπαιδευτικών μηχανισμών, τόσο στο χώρο της υγείας αλλά κυρίως και στο χώρο της Παιδείας, ώστε να ενημερωθεί ουσιαστικά η ελληνική κοινωνία για την πραγματική διάσταση του προβλήματος που λέγεται “κάπνισμα” και να αρχίσει να μειώνεται συνειδητά η χρήση του καπνού στη χώρα μας.
Επενδύουμε στη νέα γενιά ώστε να δημιουργήσουμε κουλτούρα απέναντι στις εξαρτήσεις, είπε ο ΓΓ του υπουργείου Υγείας Αντώνης Δημόπουλος, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι ο αντικαπνιστικός νόμος τηρείται όπως τον έχουμε νομοθετήσει, ενώ εντείνεται ο ελεγκτικός μηχανισμός. Εως τώρα έχουν πραγματοποιηθεί πέντε με έξι χιλιάδες έλεγχοι και έχουν επιβληθεί περίπου 500 πρόστιμα πανελλαδικά.
Σύμφωνα με στοιχεία της Συντονιστικής Επιτροπής για το κάπνισμα του υπουργείου Υγείας, πρόεδρος της οποίας είναι ο αναπληρωτής καθηγητής Φυσιολογίας της Αναπνοής του Πανεπιστημίου Αθηνών και επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Περιβαλλοντικής Υγείας του Πανεπιστημίου Harvard Παναγιώτης Μπεχράκης, έχουν παρατηρηθεί τα εξής:
” Ο επιπολασμός του καπνίσματος μειώνεται κατά 2-3% περίπου την τελευταία διετία (μείωση κατά 7% στους άντρες και αύξηση κατά 3,7% στις γυναίκες)
” Η καπνιστική ρύπανση των εσωτερικών χώρων διασκέδασης, παρά την μη πλήρη εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, εμφανίζεται μειωμένη από 223 σε 77 μg/m³ PM 2,5.
” Η κατανάλωση τσιγάρου αναμένεται να μειωθεί κατά 2 εκατομμύρια τσιγάρα από το 2009 το 2010.
” Η προσέλευση των Ελλήνων στα ιατρεία διακοπής καπνίσματος εμφανίζει αύξηση κατά 30% περίπου τον τελευταίο χρόνο.
” Η κοινή γνώμη έχει μεταστραφεί ουσιαστικά, σταθερά και με υψηλά ποσοστά της τάξεως του 70% και εκφράζεται υπέρ της εφαρμογής των μέτρων για τον έλεγχο του καπνίσματος.
Ο κ. Μπεχράκης αναφέρθηκε και στις αντιδράσεις των καταστηματαρχών στην εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου τονίζοντας ότι “η περαιτέρω πορεία με την συνέχιση της δράσης μας αναμένεται ακόμα πιο θετική, γι αυτό και προκύπτουν αντιδράσεις από χώρους οικονομικών συμφερόντων που άμεσα βλάπτονται από ένα και μόνο γεγονός: Την μείωση του αριθμού των καπνιστών και της κατανάλωσης προϊόντων καπνού. Τρέχον και ουσιαστικό είναι ένα ζήτημα διασφάλισης καθαρών από κάπνισμα χώρων διασκέδασης και εστίασης, σε εστιατόρια, cafe, καφενεία και cafe- bar.
Η επιστημονική μας έρευνα, συνέχισε, στους χώρους αυτούς έχει αποδείξει ανεπίτρεπτα υψηλά επίπεδα σωματιδιακής ρύπανσης που εκθέτουν τη χώρα διεθνώς. Στη ρύπανση αυτή, εκτός από τους θαμώνες, εκτίθενται και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων τους οποίους η πολιτεία οφείλει να προστατέψει. Τέλος, υπάρχει και μείζον θέμα λειτουργίας των χώρων αυτών ως βασικών χώρων βιωματικής εκπαίδευσης και εκκόλαψης νέων καπνιστών.
Σημείωσε ότι το 75% των καπνιστών αρχίζουν το κάπνισμα σε ηλικία κάτω των 20 ετών, ενώ 50.000 νέοι προστίθενται στον καπνιστικό πληθυσμό της χώρας κάθε χρόνο.
“Η Δημόσια Υγεία είναι μη διαπραγματεύσιμο κοινωνικό αγαθό όπως μη διαπραγματεύσιμο είναι και το μέλλον των παιδιών μας”, κατέληξε ο κ. Μπεχράκης.
Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα της πανελλαδικής έρευνας Hellas Health ΙΙI που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ατόμων, ηλικίας άνω των 18 ετών, κατά την περίοδο 1-21 Οκτωβρίου 2010, δηλαδή μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου για την απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους εσωτερικούς χώρους. Η έρευνα έγινε από το Κέντρο Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ) σε συνεργασία με το Harvard School of Public Health και τη Metron Analysis και την παρουσίασε σήμερα ο πρόεδρος του ΕΟΦ Γιάννης Τούντας.
Συγκεκριμένα, το 42,9% των ανδρών και το 37,2% των γυναικών δηλώνουν ότι είναι καθημερινοί καπνιστές. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες πανελλαδικές μελέτες Hellas Health I και ΙΙ, που έγιναν το 2006 και το 2008 αντίστοιχα, τα ποσοστά των ανδρών καπνιστών εμφανίζονται μειωμένα (ήταν 49,9% το 2006 και 46,4% το 2008), ενώ στις γυναίκες παρουσιάζεται αύξηση (30,8% το 2006 και 33,5% το 2008). Το 61,2% του δείγματος έχει καπνίσει τουλάχιστον ένα τσιγάρο στη ζωή του, ενώ οι μισοί από τους καπνιστές ξεκίνησαν το καθημερινό κάπνισμα σε ηλικία μικρότερη των 18 ετών.
Τρεις στους 10 καπνιστές έχουν σταματήσει το κάπνισμα για τουλάχιστον μία μέρα μέσα στο τελευταίο έτος και 43% των καπνιστών δηλώνει ότι σκοπεύει να κόψει το κάπνισμα (19% μέσα στο ερχόμενο έτος).
Οι περισσότεροι καπνιστές θεωρούν ως σημαντικότερα κίνητρα για τη διακοπή τις συνέπειες που έχει το τσιγάρο στην υγεία τους (67%) και στην υγεία των φίλων και των συγγενών τους (51%), καθώς και την επιθυμία τους να δώσουν το καλό παράδειγμα στα παιδιά (54%).
Αντιθέτως, οι απαγορεύσεις στο χώρο εργασίας (20%) και στους δημόσιους χώρους (22%), οι σχετικές διαφημίσεις (13%) και η κοινωνική αποδοκιμασία του καπνίσματος (10%), φαίνεται να έχουν πολύ μικρότερη σημασία, τουλάχιστον ως κίνητρα για τους καπνιστές.
Τρεις στους 10 ζουν σε σπίτια όπου κάποιος καπνίζει εντός σπιτιού, ενώ 4 στους 10 απάντησαν ότι δεν υπάρχει κάποιου είδους περιορισμός του καπνίσματος στο σπίτι τους.
Στους εργασιακούς χώρους, μόνο το 56,3% των ανθρώπων που εργάζονται σε κλειστούς χώρους δήλωσε ότι υπάρχει απαγόρευση του καπνίσματος, με αποτέλεσμα ένας στους τρεις εργαζόμενους (34,3%) να γίνεται παθητικός καπνιστής στον χώρο δουλειάς του.
Ωστόσο, το 69,6% του συνόλου των εργαζομένων (καπνιστών και μη) πιστεύει ότι το κάπνισμα δε θα πρέπει να επιτρέπεται στους χώρους εργασίας. Μάλιστα, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων θεωρεί ότι η απαγόρευση του καπνίσματος στους χώρους εργασίας θα βελτίωνε την απόδοση (20%), το ηθικό (21%) και την υγεία (42%) των εργαζομένων. Το 69%, το 67% και το 49% αντίστοιχα πιστεύει ότι δεν θα υπήρχε καμιά διαφορά.
Παρά τη θετική τους στάση απέναντι στην απαγόρευση, το 43% δε θα αντιδρούσε αν κάποιος άναβε τσιγάρο στον χώρο που εργάζονται και ένα επιπλέον 23% θα ακολουθούσε και θα άναβε επίσης τσιγάρο.
Η απαγόρευση του καπνίσματος σε μπαρ, κλαμπ και καφέ βρίσκει σύμφωνο το 63% των ανθρώπων. Ωστόσο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι αυτή δεν τηρείται, μόνο το 17% δηλώνει ότι θα διαμαρτυρόταν στον υπεύθυνο του καταστήματος, το 11% θα διαμαρτυρόταν στον καπνιστή και μόλις το 1% θα έκανε καταγγελία στις αρμόδιες αρχές.
Ως προς τον νέο νόμο που προβλέπει την πλήρη απαγόρευση σε κλειστούς χώρους, το 96% των πολιτών δηλώνει ότι τον γνωρίζει και σχεδόν 7 στους 10 θεωρούν ότι είναι θετική (47%) ή μάλλον θετική (22%) εξέλιξη. Το 67% των πολιτών θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία είναι σίγουρα ή μάλλον ανώριμη να δεχθεί την εφαρμογή του νόμου, αλλά το 51% πιστεύει ότι εν τέλει, παρά τις δυσκολίες, ο νόμος θα εφαρμοστεί.
Ως προς τα αίτια αποτυχίας του προηγούμενου νόμου, ως κυριότερες αιτίες εμφανίζονται ο ελλιπής έλεγχος, το γεγονός ότι η κοινωνία δεν ήταν έτοιμη και η απουσία κυρώσεων για τους παραβάτες.
Διακεκριμένοι Ελληνες και ξένοι επιστήμονες έχουν τεθεί στην υπηρεσία της αποστολής αυτής με σκοπό την επιμόρφωση και ενημέρωση όσο το δυνατό μεγαλύτερου αριθμού επαγγελματιών Υγείας και Παιδείας. Πρόκειται για μια προσπάθεια της επιτροπής να αναπτύξει νέα εργαλεία με σαφές εκπαιδευτικό περιεχόμενο ώστε να αρθρωθεί ένας οργανωμένος λόγος σε κάθε ηλικία και κάθε μορφωτικό επίπεδο που θα ανατρέψει ριζικά και αποτελεσματικά τη σημερινή κατάσταση.
Το 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τον έλεγχο του καπνίσματος διοργανώνει η Συντονιστική Αντικαπνιστική Επιτροπή του υπουργείου Υγείας σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, το Πανεπιστήμιο Harvard και την Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρία.