Η χοληστερίνη (ή χοληστερόλη) είναι μια λιπώδης ουσία που κυκλοφορεί στο αίμα και είναι απαραίτητη για τα κύτταρα και την παραγωγή ορισμένων ορμονών. Επειδή το λίπος δεν μπορεί να κυκλοφορεί από μόνο του στο αίμα, η χοληστερίνη μεταφέρεται από πρωτεΐνες μαζί με άλλα είδη λιπών. Τα συμπλέγματα λίπους και πρωτεϊνών ονομάζονται λιποπρωτεΐνες.
Το μεγαλύτερο μέρος της χοληστερίνης μεταφέρεται με τη λιποπρωτεΐνη LDL (Low Density Lipoprotein) ενώ ένα μικρότερο μέρος, περίπου 20%, μεταφέρεται με τη λιποπρωτεΐνη ΗDL (Low Density Lipoprotein).
Μια υψηλή τιμή της χοληστερίνης LDL στατιστικά συνδέεται με αυξημένα εμφράγματα γι’ αυτό και αποκαλείται “κακή” ενώ μια υψηλή τιμή της χοληστερίνης ΗDL συνδέεται με λιγότερα εμφράγματα και ονομάζεται “καλή”. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο που λειτουργούν οι δύο λιποπρωτεΐνες: η LDL μεταφέρει τη χοληστερίνη από το συκώτι στα κύτταρα, ενώ η HDL μεταφέρει τη χοληστερίνη από τα κύτταρα πίσω στο συκώτι. Ωστόσο ο ρόλος της HDL ποτέ δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρος.
Μια υψηλή τιμή της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL) συνήθως αντισταθμίζει την επιζήμια παρουσία της LDL χοληστερίνης, γι’ αυτό και υπάρχει η έννοια του αθηρωματικού δείκτη. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science ερευνητές Τμήματος Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια βρήκε ότι η προστατευτική επίδραση της HDL χοληστερίνης δεν ισχύει στην περίπτωση της γενετικά πολύ υψηλής HDL χοληστερίνης. Σ’ αυτή την περίπτωση η HDL είναι επιβαρυντική και όχι προστατευτική για την καρδιά.
H κακή πλευρά της ΗDL χοληστερόλης
Ερευνητές με επικεφαλής τον Ντάνιελ Ράντερ, ανέλυσαν στοιχεία από το γονιδίωμα 328 ανθρώπων με πολύ υψηλή HDL χοληστερίνη και έκαναν σύγκριση με 1.156 άλλα άτομα που είχαν χαμηλότερα επίπεδα στο αίμα τους.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η HDL μπορεί να μην είναι πάντα προστατευτική έναντι της καρδιοπάθειας. Η υποψία αυτή ενισχύθηκε από τις κλινικές δοκιμές φαρμάκων που αυξάνουν μεν την HDL αλλά μειώνουν ελάχιστα ή καθόλου τον κίνδυνο για καρδιακή προσβολή.
«Η αντίληψη για την HDL τείνει να αλλάζει τελευταία, καθώς φαίνεται ότι μπορεί να μην μειώνει πάντα την πιθανότητα εμφράγματος» ανέφερε ο Ράντερ. «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι μερικές (γενετικές) αιτίες της αυξημένης HDL στην πραγματικότητα αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται μια μετάλλαξη, η οποία αυξάνει την HDL και παράλληλα αυξάνει τον κίνδυνο για έμφραγμα».
Η μετάλλαξη αφορά το γονίδιο SCARB1, που ρυθμίζει τη λειτουργία μιας πρωτεΐνης, η οποία είναι ο βασικός υποδοχέας της HDL πάνω στην επιφάνεια των κυττάρων. Εξαιτίας της μετάλλαξης, η εν λόγω πρωτεΐνη παύει να λειτουργεί σωστά και η χοληστερίνη δεν μεταφέρεται εύκολα στο συκώτι. Έτσι η HDL χοληστερίνη παραμένει σε υψηλά επίπεδα στο αίμα του ασθενούς ωστόσο ο κίνδυνος για έμφραγμα είναι αυξημένος.
Η συγκεκριμένη μετάλλαξη είναι σπάνια και συνήθως εμφανίζεται σε άτομα εβραϊκής καταγωγής. Οι ερευνητές σκοπεύουν να ελέγξουν αν υπάρχουν και άλλες μεταλλάξεις που μπορεί να έχουν ανάλογο αποτέλεσμα, δηλαδή υψηλή HDL και υψηλός καρδιαγγειακός κίνδυνος.
Να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που φαίνεται ότι η HDL χοληστερίνη έχει μια κακή πλευρά. Μια άλλη ενδιαφέρουσα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Medicine, έδειξε ότι η HDL χοληστερίνη μπορεί να γίνει μερικές φορές κακή κι αυτό συμβαίνει όταν οξειδώνεται.