Είναι γνωστό ότι οι μαύροι της Αμερικής έχουν υψηλότερα ποσοστά διαβήτη τύπου 2, σχεδόν διπλάσια, από τους λευκούς. Ειδικότερα, οι μαύρες γυναίκες έχουν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο από τις λευκές γυναίκες. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε κάποια εξήγηση γι’ αυτό. Υπήρχε η πεποίθηση ότι οφείλεται σε κάποια γενετική αιτία που δεν είχε ανακαλυφθεί.
Αλλά σύμφωνα με ένα νέο εύρημα, τόσο οι μαύροι όσο και οι λευκοί έχουν τον ίδιο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 όταν όλοι οι βιολογικοί παράγοντες για τη νόσο είναι ίδιοι στη διάρκεια της ζωής τους. Οι μαύροι όμως γίνονται πιο παχύσαρκοι. Αυτό αναφέρουν ερευνητές από το Northwestern University Feinberg School of Medicine στο επιστημονικό περιοδικό JAMA.
“Η παχυσαρκία οδηγεί αυτές τις διαφορές”, δήλωσε η Αφροαμερικανή Mercedes Carnethon, αναπληρώτρια καθηγήτρια προληπτικής ιατρικής στο Northwestern University Feinberg School of Medicine. “Τα ευρήματα μάς εξέπληξαν, διότι τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξε μια αφήγηση ότι πρέπει να υπάρχει κάτι που δεν έχουμε βρει το οποίο προκαλεί το υψηλότερο ποσοστό διαβήτη”.
Προηγούμενες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι υπάρχουν υψηλότερα ποσοστά διαβήτη στους μαύρους, ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη παράγοντες κινδύνου όπως η παχυσαρκία και η χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Η παρούσα μελέτη αναγνώρισε για πρώτη φορά ένα συνδυασμό τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου που αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου: τον δείκτη μάζας σώματος, τo λίπος γύρω από την κοιλιά, τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας, τα λιπίδια, την πίεση του αίματος και την πνευμονική λειτουργία. Αυτοί οι παράγοντες οδηγούν σε υψηλότερο ποσοστό διαβήτη και όταν ληφθούν υπόψη, δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ μαύρων και λευκών είτε πρόκειται για άνδρες είτε για γυναίκες.
Οι Αφροαμερικανοί και ιδιαίτερα οι μαύρες γυναίκες κερδίζουν περισσότερο βάρος με την πάροδο του χρόνου. “Αυτό και οι άλλοι παράγοντες κινδύνου εξηγούν τη λεγόμενη μυστηριώδη αιτία της διαφοράς”, ανέφερε η Carnethon.
Σε προηγούμενες μελέτες, οι ερευνητές είχαν μετρήσει παράγοντες υγείας όπως είναι η παχυσαρκία, η σωματική άσκηση και η διατροφή αλλά μία φορά κατά τη διάρκεια της ζωής των συμμετεχόντων. Αυτοί όμως οι παράγοντες μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, μια λευκή γυναίκα και μια μαύρη γυναίκα μπορεί να έχουν το ίδιο βάρος σε ηλικία 35 ετών αλλά αν η μαύρη γυναίκα κερδίσει περισσότερο βάρος τα επόμενα 15 χρόνια, ο κίνδυνος για ανάπτυξη διαβήτη ανεβαίνει σημαντικά.
Η παρούσα μελέτη μέτρησε τις αλλαγές στο σωματικό βάρος με την πάροδο του χρόνου και βρήκε ότι εξηγούσαν τις φυλετικές διαφορές στην ανάπτυξη του διαβήτη. Το εύρημα είναι σημαντικό διότι η συχνότητα εμφάνισης του διαβήτη αυξάνεται στη μαύρη νεολαία ηλικίας 10 έως 19 ετών.
Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι από το 2002 έως το 2012 η επίπτωση του διαβήτη παρέμεινε αρκετά σταθερή για τους μη ισπανόφωνους λευκούς νέους (ηλικίες 10-19) αλλά αυξήθηκε για τους μη ισπανόφωνους μαύρους.
Για να εξαλειφθεί ο υψηλότερος ρυθμός διαβήτη, όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα, ασφαλείς χώρους για σωματική άσκηση και ίσες οικονομικές ευκαιρίες”, δήλωσε ο Michael Bancks, μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Feinberg και από τους συγγραφείς της μελέτης. Η αλλαγή των συμπεριφορών κινδύνου κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία είναι καθοριστικής σημασίας, είπε ο Bancks.
Η έρευνα εντάσσεται στο πλαίσιο της «Coronary Artery Risk Development in Young Adults» (CARDIA). Η CARDIA ξεκίνησε το 1985-1986 και συμμετείχαν 5.115 λευκοί και μαύροι ηλικίας 18 έως 30 ετών. Το δείγμα τη μελέτης του Northwestern περιέλαβε 4.251 άτομα από την αρχική μελέτη. Τα άτομα παρακολουθήθηκαν για την ανάπτυξη του διαβήτη, η οποία αξιολογήθηκε με οκτώ εξετάσεις μέσα σε 30 χρόνια.
“Εάν μπορούσαμε να κουνήσουμε ένα μαγικό ραβδί και να απαλλαγούμε από τους παράγοντες κινδύνου, τότε θα μπορούσαμε να εξαλείψουμε τη φυλετική ανομοιογένεια”, δήλωσε η Carnethon. “Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, αλλά γνωρίζουμε τώρα ότι δεν υπάρχει μυστήριο με τα υψηλότερα ποσοστά διαβήτη των μαύρων. Οι προσπάθειές μας να ελέγξουμε τους παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του διαβήτη”.