Μέχρι πρόσφατα ο μόνος τρόπος για να μάθει κανείς αν ένας άνθρωπος είχε τη νόσο Αλτσχάιμερ ήταν να γίνει μεταθανάτια εξέταση στον εγκέφαλό του, μέσω νεκροψίας.
Σήμερα πια αυτό αλλάζει, καθώς ήδη υπάρχουν απεικονιστικές εξετάσεις που ανιχνεύουν στον εγκέφαλο το «σήμα κατατεθέν» της νόσου, την πρωτεΐνη βήτα αμυλοειδές.
Παράλληλα, στον ορίζοντα διαφαίνονται τα πρώτα τεστ αίματος που θα ανιχνεύουν τον ίδιο βιοδείκτη ακόμη πιο εύκολα και φθηνά, ενώ οι επιστήμονες ήδη πειραματίζονται με την απεικονιστική ανίχνευση και της άλλης πρωτεΐνης, της ταυ, που είναι συνήθως παρούσα στον εγκέφαλο των ασθενών.
Οι νέες εξετάσεις δίνουν μεν νέες δυνατότητες για την πιο γρήγορη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, όμως εγείρουν νέα ερωτήματα και διλήμματα, είτε επειδή οι γιατροί δεν είναι βέβαιοι για το διαγνωστικό αποτέλεσμα είτε επειδή είναι αμφίβολο ότι ο ίδιος ο ασθενής θέλει να μάθει, αρκετά χρόνια πριν ότι τελικά θα πάθει Αλτσχάιμερ.
Μια θετική απάντηση σε ένα τεστ μπορεί να βοηθήσει κάποιον να τακτοποιήσει έγκαιρα τις προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις του για το μέλλον. Μπορεί επίσης να πάρει πιο γρήγορα φάρμακα, με την ελπίδα ότι έτσι θα επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου (π.χ., η εταιρεία Biogen ισχυρίζεται ότι διαθέτει φάρμακο που καθυστερεί τη νόσο Αλτσχάιμερ).
Από την άλλη όμως, ο ασθενής μπορεί να αγχωθεί με τη σκέψη του μελλοντικού Αλτσχάιμερ ή με τους φόβους για το πώς θα αντιδράσουν ο/η σύζυγός του και οι φίλοι του. Ασφαλώς, δεν είναι εύκολο να ζει κανείς με την επίγνωση ότι κάποια στιγμή δε θα μπορεί να αναγνωρίσει τους δικούς του.
Προς το παρόν, οι υπάρχουσες απεικονιστικές διαγνωστικές εξετάσεις του εγκεφάλου είναι ακριβές, συνήθως δεν καλύπτονται ασφαλιστικά και μπορεί να γίνουν σε λίγα μόνο ιατρικά κέντρα. Απευθύνονται σε όσους ανθρώπους μέσης και τρίτης ηλικίας έχουν ήπια γνωστικά και μνημονικά προβλήματα.
Αλλά ακόμη και άνθρωποι χωρίς τέτοια συμπτώματα, που έχουν πλάκες αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους, είναι πιθανότερο να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ αργότερα. Αυτό μπορεί να συμβεί έπειτα από αρκετά χρόνια, ενώ δεν είναι σίγουρο ότι πράγματι θα συμβεί. Αυτή η αβεβαιότητα για το τι θα συμβεί αποθαρρύνει έως τώρα τους γιατρούς να κάνουν τα νέα διαγνωστικά τεστ σε κλινικά υγιείς ανθρώπους.
Πολλοί άνθρωποι που μαθαίνουν ότι έχουν Αλτσχάιμερ σε αρχικό στάδιο προσαρμόζουν τη ζωή τους, συνήθως αλλάζοντας τη διατροφή τους, κάνοντας σωματικές και νοητικές ασκήσεις κ.ά., με την προσδοκία ότι τουλάχιστον θα «φρενάρουν» κάπως την πρόοδο της νόσου. Άλλοι όμως, δεν είναι τόσο σίγουροι ότι η πρόωρη διάγνωση τούς βοήθησε, καθώς τους πυροδότησε τρομερές ανησυχίες για το τι θα τους συμβεί όσο η νόσος προχωρά.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του 58χρονου Τζέι Ραϊνστάιν, ο οποίος έμαθε πως έχει Αλτσχάιμερ αρχικού σταδίου το 2018 και παράτησε μια υπεύθυνη διευθυντική θέση που είχε. Όπως δήλωσε, «είχα πια παραλύσει. Παλαιότερα αγαπούσα τη δουλειά μου, ήταν η ζωή μου, η ταυτότητά μου. Αλλά και η γυναίκα μου δεν είναι πια καλά, μαθαίνοντας για μένα. Η διάγνωση έχει αφήσει το σημάδι της στην οικογένειά μας. Έχω πάθει κατάθλιψη».
Ο Ραϊνστάιν ανησυχεί για το πώς θα είναι η ζωή του σε λίγα χρόνια και ότι οι φίλοι του θα τον εγκαταλείψουν. Άλλαξε τη διατροφή του και ασκείται, έχει κάνει τη διαθήκη του μαζί με τη γυναίκα του, ενώ αποφάσισε να ενεργοποιηθεί στην Ένωση Αλτσχάιμερ, ώστε να βοηθήσει να αποστιγματιστεί η νόσος και παράλληλα να προσπαθήσει να μην αφήσει τη διάγνωση να «κλέψει» τη ζωή του. «Δε θέλω να καθορίζομαι από τη νόσο», ανέφερε.
Παρόμοια είναι η περίπτωση του 68χρονου νευρολόγου Δρ. Ντάνιελ Γκιμπς, ο οποίος, έχοντας δει τόσα με τους ασθενείς του, αποφάσισε να κάνει ο ίδιος τεστ και δυστυχώς ήταν θετικό για Αλτσχάιμερ. Τώρα ανησυχεί για το μέλλον του, γνωρίζοντας πως «το Αλτσχάιμερ είναι άσχημος τρόπος για να πεθάνεις», όπως λέει.